Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

ΓΑΛΑΝΑΚΗ ΡΕΑ, ΕΛΕΝΗ Ή Ο ΚΑΝΕΝΑΣ / GALANAKI REA, ELENI OR NOBODY

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Του Έρωτα... και της Αγάπης...

(Η γυναικεία ματιά)


Website counter




ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ, Ελένη ή ο Κανένας (1998)



Θα σας πω ένα παραμύθι. Για μια κοπέλα Ελληνίδα ... που ντύθηκε σαν παλικάρι για να περιπλανηθεί στον κίνδυνο και να γνωρίσει την αλήθεια. Το πρώτο αληθινό ήταν που έμαθε καλά μια τέχνη. Το δεύτερο ήταν που αγάπησε έναν άντρα, έναν ζωγράφο, αλλά δεν κάτεχε ούτε πώς να του το πει ούτε πώς να τον κάνει να την αγαπήσει. Φρόντισε λοιπόν και γίναν φίλοι, αυτή πάντοτε ντυμένη σαν παλικαράκι. [...]
Η τρίτη η αποφασιστική αλήθεια ήταν του ανέμου. Τίποτε στη ζωή δεν είναι πάντα μόνο ένα. ...

-------------------------------------------------------------------------------------------
Εξακολούθησα να φορώ κουστούμια για να ζω μόνη και να ταξιδεύω με ασφάλεια. Η όποια κι αν ήμουνα Ελένη είχε μάθει να γίνεται κυριολεκτικά αόρατη, μόλις περνούσε το ... μαγικό δαχτυλίδι των αντρίκειων ρούχων. Την αντικαθιστούσε αμέσως η εικόνα ενός νέου άντρα, ονομαζόμενου Κανένας, που με μύριους κινδύνους έπρεπε να πλανηθεί στους δρόμους για το καθιερωμένο ταξίδι της γνώσης, ώσπου τέλος ώριμος πια, να ελευθερώσει το καλό, αφού συνήθως αυτός ήταν ο σκοπός αυτής της περιπλάνησης. ...
Εγώ, ό,τι κι αν έλεγε τούτο το εγώ, είχα ομόσει στην αγάπη της ζωγραφικής. Έπρεπε να ξεχάσω στο δικό μου σώμα και το κρυμμένο θηλυκό και το ψευδεπίγραφο αρσενικό, αν ήθελα να λέγομαι ζωγράφος.... (σσ. 86-87)

Κι αν φανέρωνα τα αισθήματά μου [στον Σαβέριο] ποιος θα τα αναλάμβανε, η Ελένη ή ο Κανένας; Πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια η εντός μου Ελένη εξεγέρθηκε εναντίον του Κανένα, όπως πάντα εξεγείρεται η ζωή εναντίον του θανάτου. Αν ενικούσε η Ελένη, θα έχανε όλα τα προνόμια που της υποσχόταν ο Κανένας. Αν ενικούσε ο Κανένας, τότε εγώ θα έχανα για πάντα την ψυχή μου. [...] (σσ. 92-93)
Διασχίσαμε το Μερκάτο και ανεβήκαμε στον τέταρτο όροφο, όπου έμενα. Τον παρακάλεσα να μείνει λίγο στο σαλόνι. Του πρόσφερα ένα ηδύποτο. [...]
Έτρεξα στο διπλανό δωμάτιο και πέταξα από πάνω μου τα αντρικά ρούχα. Άκουσα δυο φορές αδέξιο το δάχτυλό του να χτυπά τα πλήκτρα, σημάδι ανησυχίας ή εκνευρισμού, ενώ ντυνόμουν ακριβώς όπως τότε (πριν χρόνια), που τον είχα (πρωτο)συναντήσει. Με την μπροκάρ γαλάζια φούστα, τη ζακέτα από το ίδιο ύφασμα, την άσπρη μπλούζα με το δαντελένιο γιακαδάκι, την πορφυρή μεταξωτή εσάρπα, τις κεντημένες γόβες με το χαμηλό τακούνι. Δεν λησμόνησα την ασημένια ζώνη, τον σταυρό στο στήθος, την καρφίτσα στη ζακέτα. Ήμουν και πάλι η Ελένη. Έτσι κίνησα το πόδι να τον ξαναβρώ, όπως θα το κινούσα για να μπω στο πλοίο της αιχμαλωσίας.
Έτσι εμφανίστηκα μπροστά του. Αλωμένη. Γυναίκα του.

-------------------------------------------------------------------------------------------

Η Ελληνίδα η ντυμένη παλικάρι ... σοβαρή συγκινημένη είπε δυνατά για να την ακούσουν όλοι οι άνθρωποι της γης... ότι ο άντρας που έβλεπαν μπροστά τους δεν ήταν άντρας μα γυναίκα. Ότι βρέθηκε αναγκασμένη να ντυθεί με τέτοια ρούχα για να μπορεί να τριγυρίσει και ν’ αναζητήσει την αλήθεια. Είχε πιστέψει σε άλλα παραμύθια, που έλεγαν πως όταν ένα παλικάρι βγει σε αυτό το φιλοκίνδυνο ταξίδι στο τέλος βρίσκει την αλήθεια: παντρεύεται με την καλή του, γίνεται βασιλιάς, κάνει παιδιά και ζει ευτυχισμένο. Ήτανε όμως απαγορευμένο στις γυναίκες να βγουν σ’ αυτή την περιπλάνηση. Ποιος ξέρει αν με το αλλιώτικο μυαλό τους, δεν ανακάλυπταν στο τέλος πως η ποθητή αλήθεια δεν έχει μόνο μια όψη μα πολλές; Μαγεία, αμαρτία, τρέλα, ανατροπή αντί του γάμου, της εξουσίας, της συνέχειας, της ευτυχίας – ιδού το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να χει η περιπλάνηση μιας γυναίκας. [...]
Αμέσως την αγάπησε ο ζωγράφος, που κι εκείνη αγαπούσε. Η αγάπη του στάθηκε μαζί και τιμωρία, όπως είναι καμιά φορά η αγάπη των αντρών. Αυτό δεν εφαινόταν από την αρχή, όταν ο άνεμός του την εσήκωσε σε δυνατή και τρυφερή αγκάλη, και την ταξίδεψε για λίγο στους εφτά ουρανούς. (σσ. 100-102)




Επιμέλεια ιστοσελίδας: Φιλοθέη Κολίτση

ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ / MYRIVILIS STRATIS, THE SCHOOLMISTRESS WITH THE GOLDEN EYES

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Του Έρωτα... και της Αγάπης...

(Η ανδρική ματιά)



Website counter





ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ, Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ (1933)





Και γύρω σ’ αυτή την τραγική μητέρα, μια χλιά αντάρα από ανάσες λάγνες, από ίδρο και σάλια. Έβαλε με το νου του όλα αυτά τα αρσενικά του Μεγαλοχωριού, τυραγνισμένα μέσα στην τανταλική στέρηση του θηλυκού καρπού. Ένας άδικος θεός φύτεψε μολαταύτα τη φοβερή πείνα του μέσα στα κόκαλά τους σα μια κατάρα. Έπρεπε να παντρευτούν και να φαμιλιώσουν, για να δαγκώσουν τ’ απαγορεμένο μήλο. Εχτός πια αν το κόβανε με την κάμα του φονικού. Στοχάστηκε όλον αυτό τον κόσμο σε μια κυκλική παράταξη γύρω της. Με τα μάτια κόκκινα, ανήσυχα σαν του Ξυνέλλη, με τα χέρια ιδρωμένα, με τη γλώσσα κρεμασμένη σαν του θυμισμένου σκυλιού. Να την πεθυμούν με λύσσα και να μην κοτάνε να το μολογήσουν ούτε στον εαυτό τους, εξόν μέσα στα όνειρα. Να της ρίχνουν βρισιά την πεθυμιά τους. Να την κάνουνε σάλιο και να το τινάζουν καταπάνω της όπως θα τίναζαν την άφρη της πεθυμιάς τους.
Κατάλαβε ξάφνου την όχτρα της ενάντια σ’ αυτό το πλήθος. Δικαίωσε την εκδίκηση που έπαιρνε, ανεμίζοντας κάτ’ από τη μύτη τους την απλησίαστη μορφιά της, την ακαταμάχητη θηλυκάδα της, σαν κόκκινη παντιέρα ερεθισμού. Την είδε να περνά φορτωμένη τα δροσερά φρούτα της μπροστά στα φρυγμένα τους χείλη, που τα στράβωνε ο σπασμός της πείνας κι έκανε στο τόξο τους να τρέμει η σαγίτα του κακού λόγου. Πάνω της έρρεε η θάλασσα κι ο ήλιος, κι αυτή μοσκοβολούσε, μοσκοβολούσε φωτιά, μελαψό σύκο, φουσκωμένο από το μέλι του. (σσ. 206-207)


-------------------------------------------------------------------------------------------------

Τα λόγια της κατέβαιναν από ψηλά μαζί με το γέλιο της το γάργαρο, μαζί με το νερό, που γελούσε και τραγουδούσε. Ο αντίλαλος τάσμιγε σε μια σύμμιχτη βουή, σα να μιλούσε, σα να γελούσε η ίδια η λαγκαδιά.
Την είδε που πιάστηκε από το ίδιο το κλωνάρι της αγριοσυκιάς, κι άρχισε να κατεβαίνει. Από το χέρι της δεν άφηνε το μαντίλι με τα καβούρια, κι αυτή τη δυσκόλευε περισσότερο.
- Σταθείτε κει, θα πέσετε! Φωνάζει ανήσυχος και κινείται να σκαλώσει. Να πάρει το μαντίλι απ’ το χέρι της και να της δώσει το μπαστούνι.
- Μπα! Κάνει αυτή ηρωικά, και βιάζεται να κατεβεί, πριν προφτάσει ο Λεωνής να της δώσει χέρι.
Την ίδια ώρα ξεφεύγει το ένα της πόδι, και σχεδόν χάνει την επαφή της με το βράχο. Όλο της το βάρος κρεμάζει στη συκιά, και δεν εννοεί ν’ αφήσει τα καβούρια από το χέρι της. Προσπαθεί με αγωνία ν’ ακουμπήσει το τακούνι της κάπου. Το φευγάτο πόδι ψάχνει στα τυφλά να βρει ένα πάτημα, και τ’ άλλο, που στηρίζεται ακόμα στο βράχο, τρέμει από το γόνατο.
Ο Λεωνής πετιέται μ’ ένα σάλτο, ανεβαίνει από το πλάι, σκαλώνει το γυριστό μέρος του μπαστουνιού του μέσα σε κάτι δυνατές ρίζες, κρεμιέται σχεδόν απ’ αυτό. Γέρνει και απλώνει το μπράτσο.
Ελάτε! Ακουμπήστε γρήγορα πάνω μου!
Η φωνή του διατάζει τώρα, απότομη, όπως στο στρατό.
Η Σαπφώ αφήνεται στην αγκαλιά του, πιάνεται από το λαιμό του με το χέρι που σφίγγει τα καβούρια, δένεται πάνω του με το μπράτσο της και σιγά-σιγά ξαμολάει το κλαδί της αγριοσυκιάς.

Ο Λεωνής την κρατά σφιχτά με το ζερβί του πάνω στο στήθος, κατεβαίνει πολύ αργά, με προσοχή. Δοκιμάζει πρώτα καλά την κάθε προεξοχή του βράχου, πριν πατήσει απάνω με όλο του το βάρος. Ένα κύμα καυτερό τόνε γλείφει όλον, στα μηλίγγια του βαράνε σφυριές. Όλα είναι πράσινα μπροστά στα μάτια του, ένα ρευστό πράσινο που τρέχει. Ένας καταρράχτης από φύλλα που θροούν και χύνουνται σε βάραθρο.
Ακούει το νερό σα να γουργουρίζει βαθιά μέσα στο καύκαλό του. Νιώθει το ζεστό κορμί της να τόνε τυλίγει σαν κισσός. Μεστό, λυγερό και ντελικάτο. Νιώθει στο πρόσωπο τη γλυκιά ζεστασιά των στερεών κόρφων, που ζουλιούνται πάνω στο μάγουλό του, κι η ευωδιά τους τόνε ζαλίζει. Σα νάχει το πρόσωπό του ολόκληρο χωμένο μέσα σ’ ένα πελώριο τριαντάφυλλο. Ακούει την καρδιά της που χτυπά δυνατά κάτ’ από τη λεπτή μπλουζίτσα, και θαρρεί πως είναι η δική του η καρδιά. Τα αίματά τους ορμούν ενάντια, αντιχτυπιούνται, βροντάνε τον ίδιον άγριο ρυθμό, σα να συγκοινώνησαν ξαφνικά οι αρτηρίες τους. Μια αίσθηση τρομερή, βίαια, ευτυχισμένη, που φτάνει ως τον πόνο.
Σαν πάτησε χάμω δεν την άφησε. Ξαμόλησε μόνο το μπαστούνι να κρέμεται στην αγριόριζα κ’ έσφιξε γύρω στο κορμί της και τ’ άλλο του το μπράτσο. Τήνε κράτησε έτσι σαν ένα παιδί, σαν ένα θησαυρό. Την έσφιξε στην αγκαλιά σαν ένα λάφυρο. Έσκυψε στο πρόσωπό της έξαλλος, έσκυψε πολύ κοντά, πάνω από τα χρυσά μάτια της. Και τα βρήκε να τον κοιτάνε από κάτω, όπως κοιτάνε τα μάτια των αρρώστων μες από το βύθος της θέρμης. Η ματιά του μπήκε μέσα της αρσενική και βάρβαρη. ΄Ηταν η αστραψιά της τρέλας του, κυκλοφόρεσε μονομιάς μέσα της. Πήγε κ’ ήρθε ο σπασμός ως τα ακρότατα των νεύρων της. Ένα γλυκό ρίγος τη συντάραξε σύγκορμη, και σφίχτηκε σπασμωδικά πάνω του με όλη της τη ύπαρξη.
Τότες αυτός γύρισε τα μάτια του ένα γύρω, σαν ένα αγρίμι που γυρεύει καταφύγι για να σπαράξει το θήραμά του. Είδε τις πυκνές τούφες της φτέρης, την πήγε βιαστικά εκεί, την απόθεσε προσεχτικά πάνω στο παχύ στρώμα της πρασινάδας, που τσακίστηκε και μύρισε βαριά κάτ’ απ’ τα γόνατά του, και την έκαμε δική του μ’ έναν τρόπο βίαιο, σχεδόν εχτρικό.
Τα μάτια της βασίλεψαν κάτω από τα βαριά ματόκλαδα, τα δάχτυλα ξαμόλησαν λίγο – λίγο το μαντίλι με τα καβούρια.
Αυτά ξαμολύθηκαν μονομιάς, ξελευτερωμένα, σκορπίστηκαν όλα μαζί μ’ ένα χαρούμενο χαρχάλεμα μέσα στα χόρτα και μέσα στις πέτρες, χυμώντας πίσω κατά το ρέμα του, με τις κουτσουρεμένες τους δαγκάνες όρθιες... (σσ. 354-357)



Επιμέλεια ιστοσελίδας: Φιλοθέη Κολίτση

ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ Ή ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ / DELIGIORGI ALEXANDRA, WOMEN OR DARK MATTER

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Του Έρωτα... και της Αγάπης...

(Η γυναικεία ματιά)


Website counter



ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ Ή ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ (2004)



Ας μου το συγχωρήσει ο μεγάλος Θερβάντες, αλλά στο δικό μου αφήγημα η Δουλτσινέα, αντί να δέχεται παθητικά και αδιάφορα τον έρωτα του Δον Κιχώτη ή να τον κοροϊδεύει, είναι αυτή που τον ερωτεύεται. Μεταμορφώνεται έτσι από χωριάτισσα που κοσκινίζει κριθάρι ή από κυρά, πριγκιπέσα και δέσποινα του Τοβόσου, σε νεαρή κοπέλα που παίρνει φόρα και, στηρίζοντας τα δυο της χέρια στο άλογο, πετιέται πιο ελαφριά κι από γερακίνα για να καθίσει σαν άντρας στη ράχη του. Το χοντρό πρόσωπο ξεπρήζεται κι αποκτά γωνίες, το δέρμα, από κόκκινο και τραχύ, παίρνει το χρώμα του αλάβαστρου και την υφή λουλουδιού, η πλακουτσωτή μύτη γίνεται κοντυλένια, τα βλέφαρα αλαφρώνουν και είναι σαν να μην σκεπάζουν τα μάτια της ακόμη και όταν κοιμάται. Θέλοντας να γίνει ένα μαζί του, γιατί η τρέλα του κι ο πόθος του για μεγαλοσύνη την συγκινεί, βλέπει με τα δικά του μάτια, κι ό,τι μαυρίζει μέσα στον ήλιο γίνεται άσπρη αχλύ όπως μέσα στη συννεφιά που τυλίγει την κορυφή του βουνού. Η ασχήμια βρίσκει τον τρόπο να γίνει ομορφιά και η ομορφιά ένας παραπάνω λόγος για το κυνηγητό της αλήθειας. Το βλέμμα της κοφτερό, σα νά’ ναι σπαθάκι που η λάμα του γυαλίζει για να μας κρύψει την δύναμή της, σακατεύει την πονηριά της κακίας και την μιζέρια του φθόνου.

Χάρη σ’ αυτή την δυναμική που την αντλεί απ’ τον έρωτα, ο κόσμος, αντί να συστέλλεται μέσα από ισολογισμούς γνώσης και άγνοιας, ξαναγίνεται αχανής κι αδιερεύνητος. Η επιστήμη, που προσδιορίζει με ακρίβεια και με ακρίβεια μπορεί να προβλέψει, σηκώνει τα χέρια ψηλά. Γιατί γνωρίζει την κίνηση του Άρη, το μέγεθος του, την ηλικία του, αλλά δεν έχει ιδέα για το τι σκέφτεται η γάτα, τι φαντάζεται ο σκύλος και τι θυμάται όποιος κλεισμένος στην ψύχωσή του παραληρεί.
Όλα αυτά τα ακατανόητα μπορούσε, τώρα, να τα διανοηθεί και να τα εννοήσει χάρη στον έρωτά της για έναν άνδρα παλαβό και αθώο που της μάθαινε την τρέλα του και δεχόταν να του μάθει την γυναικεία σοφία, άγνωστη στους επιστήμονες και αξιοκαταφρόνητη για τους φιλοσόφους.
Κι ενώ ήταν ηλίου φαεινότερον ότι οι άνδρες από αιώνες είχαν πάψει να είναι ή να θέλουν να είναι ιππότες, αυτή επέμενε να ισχυρίζεται σε συζητήσεις και στις ατζέντες της ότι ήταν η σειρά των γυναικών τώρα να περάσουν από το στάδιο της ιπποσύνης, πριν ριχτούν στη ζούγκλα του ανταγωνισμού. [...] Ναι, ήταν τρελή. Ο έρωτας του Δον Κιχώτη ήταν το μυστικό της που της έδινε την δύναμη να τον μεταμορφώνει σ’ έναν άνδρα της ηλικίας της και της εποχής της, λιανό και λειψό, που αποκτούσε ανάστημα χάρη στην καλοσύνη του, που την έτρεφε η μεγαλοψυχία του και την έκανε να φτάνει και να περισσεύει για κείνη και για όλους τους άλλους.
Φτιάχνοντας έναν Δον Κιχώτη στα μέτρα της και κόντρα στα μέτρα της εποχής, μπορούσε και μεταμορφωνόταν και η ίδια. Αφού το μόνο που ζητούσε ήταν να ταυτισθεί και να γίνει ένα μαζί του. Συχνά νευρίαζε με την βλακεία των πονηρών και την ράθυμη διάθεση των τεμπέληδων, ακόμη πιο συχνά γκρίνιαζε για την μιζέρια των αισθημάτων τους, αλλά νευρωτικά ή υστερικά δεν την είδε κανείς να φέρεται. Όταν κάτι από τα φερσίματά τους την έθιγε, πατούσε γκάζι στο – ο Θεός να το κάνει αυτοκίνητο – σαραβαλάκι της και, σαν να σπιρούνιζε το άλογό της χανόταν. (σσ. 77-79)





Επιμέλεια ιστοσελίδας: Φιλοθέη Κολίτση

ΖΕΗ ΑΛΚΗ, Η ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ / ZEI ALKI, ACHILLES' FIANCEE

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Του Έρωτα... και της Αγάπης...

(Η γυναικεία ματιά)


Website counter






ΑΛΚΗ ΖΕΗ, Η ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ (1987)


Μια σκιά μου κρύβει τον ήλιο. Ανοίγω τα μισόκλειστα μάτια μου.
- Δάφνη!
Ξαφνιάζομαι. Είναι ο Ζαν-Πωλ, ο Ελβετός ζωγράφος που γνώρισα στο τρένο. Περίμενε λέει τηλεφώνημά μου. Τον είχα ξεχάσει εντελώς.
- Πάμε μια βόλτα;
- Και δεν πάμε!
Έχω όλον τον καιρό δικό μου. Μπορώ να κάνω όσες βόλτες θέλω ως το άλλο εικοσαήμερο.
Μου πιάνει το χέρι να σηκωθώ από τα σκαλιά κι ύστερα από πολλή ώρα, καθώς περπατούσαμε, πρόσεξα πως μου το κρατούσε ακόμα. Παράξενο να μου κρατάει το χέρι κάποιος που δεν είναι ο Αχιλλέας. Δεν το κρατάει μόνο. Έχει μπλέξει τα δάχτυλά του στα δικά μου. Εγώ τ’ αφήνω. Ξέρω κι εγώ γιατί;
Πρέπει να ’χουμε περπατήσει κάμποσο. Βρεθήκαμε καθισμένοι στο γύρο του συντριβανιού με τις χελώνες. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω περπατήσει τόσο ξένοιαστα. Ίσως μονάχα τότε που ήμουνα μικρή, στα δρομάκια του νησιού. Ποτέ μου δεν έχω καθίσει με κάποιον στο χείλος ενός συντριβανιού να φλυαρώ για χίλια δυο ασήμαντα πράγματα.
- Ν’ αγγίξουμε το καύκαλο μιας χελώνας, φέρνει γούρι.
Ο Ζαν-Πωλ το λέει αυτό.
Σκαρφαλώνω στο συντριβάνι, πίνω νερό με τη χούφτα, αγγίζω το καύκαλο της χελώνας. Ο Ζαν-Πωλ έχει σκαρφαλώσει από την αντίθετη πλευρά.



[...]Γελάει, μ’ αγκαλιάζει από τους ώμους περιμένοντας ν’ ακούσει να του πω κι εγώ με λίγα λόγια για τη «ζωούλα» μου. Είμαι λοιπόν η Δάφνη, ένα κορίτσι χωρίς ιστορία. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο, έχω μια όμορφη μαμά, έναν πιο μεγάλο αδερφό και ήρθα να δω τη Ρώμη. Ίσως να σπουδάσω ιστορία... για τους Ετρούσκους. Πού τους θυμήθηκα ξαφνικά τους Ετρούσκους;
- Έχω μια πείνα!
Εγώ δεν πεινώ καθόλου. Θα θελα να μην τέλειωνε αυτή η πρώτη, κι ίσως η μοναδική, ξένοιαστη μέρα της ζωής μου. Να καθίσω κι άλλο στο πεζούλι του συντριβανιού, ν’ αγγίξω μια μια όλες τις χελώνες να μου φέρουν γούρι. Να μη σκέφτομαι τίποτα, τουλάχιστον ως το άλλο εικοσαήμερο που θα πάω στην οδό Γκαέτα. Θέλω να τραβήξει πολύ τούτη η στιγμή στο συντριβάνι με τις χελώνες, να μην την ξεχάσω.
Ένα φιλί κι ύστερα κι άλλο. Κι εγώ το δέχομαι έτσι απλά σαν να μαι η Δάφνη, το κορίτσι που ήρθε στη Ρώμη να μελετήσει τους Ετρούσκους.
- Ξέρω μια τρατορία πολύ συμπαθητική.
Μιλάει ο Ζαν-Πωλ; Εγώ δεν μιλώ. Έχω μια όμορφη γεύση στα χείλια και νιώθω τις παλάμες μου να καίνε σαν να ’χω πυρετό. Τι μου συνέβηκε στα ξαφνικά και λαχταρώ να μην τελειώσει αυτή η μέρα;
Εδώ είναι τα γραφεία του κομμουνιστικού κόμματος, με βγάζει από τις σκέψεις μου ο Ζαν-Πωλ και μου δείχνει ένα μεγαλόπρεπο χτίριο.
Έχει λέει ένα φίλο κομμουνιστή πολύ μεγαλύτερό του, καταπληχτικό άνθρωπο. Ο ίδιος δεν είναι κομμουνιστής γιατί οι κομμουνιστές δεν είναι ελεύθερα άτομα. Γυρίζει και με βλέπει. Φαίνεται κάπως σκοτείνιασε το πρόσωπό μου. (σσ. 100-103)


[...]Στη Ρώμη μετράω τις μέρες με την επίσκεψή μου στην οδό Γκαέτα. Ακόμα είκοσι μέρες. Ακόμα είκοσι μέρες με τον Ζαν-Πωλ. Ακόμα είκοσι μέρες θα είμαι η Δάφνη. Την Ελένη προσπαθώ να την καταχωνιάσω κάπου. Η οδός Γκαέτα, τα γράμματα και οι ελληνικές εφημερίδες που μου στέλνουν κάθε τόσο την κάνουν να προβάλλει άγρια και απειλητική μπροστά μου. «Πώς μπόρεσες...» Πώς μπόρεσα! Η Μαρί-Τερέζ τηλεγράφησε του Αχιλλέα για τη βίζα κι εκείνος απάντησε: «Γίνονται οι απαιτούμενες ενέργειες». «Ας μην αργήσουν Αχιλλέα αυτές οι ‘απαιτούμενες ενέργειες’, ας μην αργήσουν!»
Η Ρώμη είναι μια μαγική πόλη. Όχι, δεν αποκήρυξα κανέναν. Μια ανάσα μόνο. Οι τελευταίες ελληνικές εφημερίδες γράφουν πως πιάστηκε ο Ανεμοδαρμένος κι ο Κωστής. Ο Κωστής μου είχε υποσχεθεί ένα καινούργιο φόρεμα κι έναν αληθινό χορό. Ο Αχιλλέας είχε υποσχεθεί σ’ ένα χρόνο η Αθήνα να ’ναι δικιά μας. Ο Ζαν-Πωλ δεν υπόσχεται τίποτα – μια ανάσα μόνο.
Κλείνω τις εφημερίδες να διώξω μακριά την Ελένη, την αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Τώρα είμαι η Δάφνη, το κορίτσι του Ζαν-Πωλ. (σ. 104)

[...]Αφού πιούμε τον απογευματινό μας καπουτσίνο, τι πιο πολλές φορές πάμε να φάμε το βράδυ σε μια τρατορία με τον Φράνκο και τη Λάουρα. [...] σχεδόν πάντα μετά την τρατορία καταλήγουμε στο δωμάτιο του Ζαν-Πωλ. Δεν μπορώ να μείνω πέρα από τις εντεκάμισι. Κλείνει η καγκελόπορτα. Δεν έμεινα ποτέ τη νύχτα μαζί του. Απαγορεύεται. Αν μείνω κρυφά, μπορεί να με δει η καθαρίστρια. Δεν με νοιάζει και τόσο που φεύγω. Μ’ αρέσει ν’ αφήνω τον Ζαν-Πωλ ξαπλωμένο στο κρεβάτι του να με κοιτάζει που ντύνομαι.
- Αύριο, μου λέει τρυφερά και μισονυσταγμένα.
- Αύριο.
Αύριο θα πάω πάλι στην οδό Γκαέτα. Αν έγιναν ‘οι απαιτούμενες ενέργειες’, δεν θα υπάρξει άλλο εικοσαήμερο με τον Ζαν-Πωλ. Ο Αχιλλέας περιμένει.
Τις Κυριακές παίρνουμε συνήθως το λεωφορείο να πάμε στο Τίβολι ή πιο μακριά στο «Λάκο ντ’ Αλμπάνο» ή περπατάμε στην Άπια Αντίκα. [...]
Όταν γυρίζουμε στο δωμάτιο του Ζαν-Πωλ έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τραβώ το κάλυμμα από το ντιβάνι, γδύνομαι και χώνομαι στα δροσερά σεντόνια. Ο Ζαν-Πωλ πλαγιάζει δίπλα μου. Το παράθυρο το αφήνουμε ανοιχτό κι ας κάνει ακόμα ψύχρα. Τα κορμιά μας ζεσταίνονται το ένα από το άλλο. Τα περιστέρια πετάνε από το ταρατσάκι και πάνε να κουρνιάσουν στην αντικρινή χαμηλή στέγη. Οι καμπάνες χτυπούν εσπερινό.


Μια τέτοιαν ώρα μίλησα στον Ζαν-Πωλ για την Ελένη, την αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Όταν τέλειωσα, μ’ έπιασε αγωνία. Μήπως δεν έπρεπε να πω τίποτα; Δεν τολμούσα να γυρίσω να τον κοιτάξω. Έμεινε για λίγο ακίνητος κι ύστερα μ’ αγκάλιασε σφιχτά. Μήπως λαχτάρισε γιατί θα φύγω; Όχι, δεν μπορούσε να το πιστέψει, έτσι που μοιάζω ξένοιαστη κοπέλα να έχω περάσει τόσα στη ζωή μου. Κυρίως τον εντυπωσίασε η ιστορία της Ματίνας. Πώς γίνεται στην όμορφή μου χώρα να συμβαίνουν τόσο φοβερά πράγματα! Για τον Αχιλλέα δεν ρωτάει τίποτα. Λες και δεν τον αφορά.
- Θα σου λείψω;
Δεν βλέπω καμιά αγωνία στο βλέμμα του. Χαλαρώνει λίγο το αγκάλιασμα και μου απαντάει ήρεμα, με σιγουράδα.
- Πώς θα πας εκεί, δεν θ σ’ αφήσουν.
Δεν είπε: «δεν θα σ’ αφήσω». Αυτό ναι, είμαι σίγουρη πως δεν το ’πε.
- Θα ’θελα να ’μενες όλη τη νύχτα κοντά μου.
Ο Ζαν-Πωλ δεν ξέρει πως δεν έχω περάσει ολόκληρη νύχτα ούτε με τον Αχιλλέα. (σσ. 108-110)



Επιμέλεια ιστοσελίδας: Φιλοθέη Κολίτση

ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΔΙΔΩ, ΕΝΤΟΛΗ / SOTIRIOU DIDO, ENTOLI

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Του Έρωτα... και της Αγάπης...

(Η γυναικεία ματιά)




Website counter




ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ, ΕΝΤΟΛΗ (1976)



"Η γνωριμία Άννας και Κωστή"
(Έλλη Παππά & Νίκος Μπελογιάννης)

[...]
Μια μέρα καθώς μπήκα βρέθηκα μπροστά σε μια Άννα αγνώριστη. Τόση και τέτοια λάμψη δεν είχα ξαναδεί στα μάτια της. [...]
Πλησίασε κι η Νίνα. [...]
«Τι πάθατε σήμερα; Τι τρέχει;» Γελάω κι εγώ. [...]
Η Άννα με τράβηξε σε μια πολυθρόνα.
«Βολέψου και κρατήσου καλά ν’ αντέξεις τα όσα θ’ ακούσεις!»
Ήρθαν και στάθηκαν και οι δυο μπροστά μου και με κοίταζαν γουρλώνοντας τα μάτια τους.
«Μάντεψε».
«Μήπως παντρεύεσαι ζουλάπι;» είπα στο βρόντο.
Ο αυθόρμητος ενθουσιασμός της Νίνας μ’ έκανε να τα χάσω.
«Έπεσε διάνα η Κατερίνα!».
Τινάχτηκα όπως το τεντωμένο λάστιχο.
«Αλήθεια; Δε με δουλεύετε... Να το πιστέψω δηλαδή; Παντρεύεσαι;»
«Κάπως έτσι θα τό ’λεγα, αν μπορούσα να βγάλω επίσημες άδειες γάμου.»
Ρίχτηκα στην αγκαλιά της, σχεδόν τη σήκωσα. Έπνιγα τη συγκίνησή μου μέσα σε μουγκρητά, υπερθετικά και επίθετα κουδουνιστά. Προσπαθούσε και κείνη να δώσει τόνο ανάλαφρο και κοροϊδευτικό για να μη φανεί πόσο ήταν ερωτευμένη και τρισευτυχισμένη. Μπέρδευε λόγια τρελά και σοβαρά κι όλο να φωνάζει.
«Πώς να σου εξηγήσω;»
Αλήθεια, πώς να μου εξηγήσει; Γίναν ξαφνικά πολύ φτωχές οι λέξεις και οι παρομοιώσεις δε χωρούσαν τον συγκλονισμό της. Ανακάτευε ουρανούς, ανθοφορίες, χρυσάφια, Νόμπελ, επιτυχίες, διακρίσεις, όλες τις δυνατές και αδύνατες «πρωτιές» που μπορεί να φιλοδοξήσει ο άνθρωπος.
«Όλα αυτά για μένα δεν είναι τίποτα μπροστά σε κείνον!»
Παιδιάριζα κι εγώ μαζί της.
«Είναι νέος; Όμορφος;»
«Μη μ’ αναγκάζεις να χάσω τη μετριοφροσύνη μου. Ο Κωστής είναι άντρας σπαθάτος, ψηλομελάχρινος, δυνατός.»


«Κωστή τον λένε;»
«Ε... όσο λένε κι εμένα, Άννα»
«Δείξε μου μια φωτογραφία.»
«Φωτογραφία του Κωστή; Έσκασε στα γέλια. Γι αστέρα του κινηματογράφου τον πέρασες; Αγωνιστής είναι ο άνθρωπος.» [...]
Βγήκα στο δρόμο και πετούσα. Μου ερχόντανε να τραγουδήσω, να χορέψω, να ξεφωνήσω σα νά ’μουνα εγώ η ερωτευμένη. Από ένα παλιό μονώροφο σπιτάκι, ξεχασμένο ανάμεσα σ’ άχαρες πολυκατοικίες, ένα γιασεμί έστελνε την ευωδιά του. Ψηλά το φεγγάρι. Δεν το τοποθέτησα εξεπίτηδες, ήταν πραγματικά εκεί και γέμιζε με τ’ ασημένιο φως του, τους δρόμους και τις καρδιές. Μα το πιο όμορφο απ’ όλα ήταν η ίδια η χαρά. Τίποτα δεν της παραβγαίνει, μερεύει, μεταμορφώνει... Όμως... Πόσο θα κρατήσει; Τώρα δυο οι παράνομοι, διπλός ο κίνδυνος, διπλό το χτυποκάρδι.


[...]
«Τι θες να σου πω, γελούσε [η Άννα]. Ο Κωστής είναι μια σπάνια βιολογική επιλογή, ένας ποιητής.»
«Ποιητής!»
«Απορείς! Ποιητής δεν είναι μονάχα εκείνος που γράφει στίχους στο χαρτί, μα και κείνος που κάνει την ίδια τη ζωή ποίημα.»
Μιλούσε με στόμφο σα να με δούλευε.
«Μπράβο θαυμασμός!»
«Δεν είναι θαυμασμός. Είναι σκέτη αναγνώριση. Τον λέω ποιητή για την ανυστερόβουλη, τη σπάταλη αγάπη του για τον άνθρωπο. Τι με κοιτάς έτσι; Σοβαρά μιλάω. Τα ίδια λένε και οι αντίπαλοί του. Και ξέρεις γιατί; Γιατί είναι απλός και σεμνός. Δεν επιβάλλεται με τίτλους, μα με το πάθος του εραστή, τη γαλήνη σοφού, την ορμητικότητα μαχητή και τη σωστή στάθμιση ηγέτη...»

Με πήραν τα γέλια.
«Πάει την έπαθες, αδερφή! Εσύ κορόιδευες τους καλλιτέχνες που έχουν την αφέλεια να παρουσιάζουν ήρωες αψεγάδιαστους και τώρα τα...»
«Τα κουκουλώνουμαι θες να πεις;»
Γελούσε όλο κέφι και προσπαθούσε να με πείσει πως δεν είναι δικό της έργο η «τελειότητα» του Κωστή.
«Όμως αυτά όλα που λες...»
«Αυτά; Αυτά που σου είπα δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα δε σου είπα από... μετριοφροσύνη.»
Έκανε πως αστειεύεται. Εγώ όμως καταλάβαινα πως δε βρισκόμουνα πια μπροστά στο σκωπτικό πειραχτήρι που ήξερε να πατάει στέρεα στη γη. Πετούσε και τραγουδούσε τον έρωτά της, μ’ ένα παλικάρι, που, όπως φαίνεται, άξιζε πολλά.
Ήμουνα κυριολεχτικά μαγεμένη να την ακούω να μιλάει για ο κοντινό αύριο, όταν θ’ αποχτήσει και ο δικός μας τόπος την ομαλή ζωή του και τότε... θ’ ανοίξουνε και κείνοι το σπιτικό τους, θα τους φωνάζουν με τ’ αληθινά τους ονόματα και δε θα ετοιμάζουνε μονάχα εκλογές, μελέτες και μανιφέστα, μα και παιδιά και λιχουδιές.»
[...]



Επιμέλεια ιστοσελίδας: Φιλοθέη Κολίτση