Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Νίκος Εγγονόπουλος - Γιώργος Κόρδης / Nikos Engonopoulos / Giorgos Kordis



Νίκος Εγγονόπουλος 
(1907-1985) 

Γιώργος Κόρδης 
"Τα φευγαλέα οράματα της χαράς: 
Εικαστικός διάλογος με την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου"
[Εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη, 2007]


Εικόνα 1
"Η πλάτη της είναι τα ματογυάλια της θάλασσας..."

-------------------------------------

Εικόνα 2
"Νυχτερινή Μαρία"

-------------------------------------

Εικόνα 3
"Μες  στ' άσπρα ντυμένη, κάτω απ' το φως του φεγγαριού"

-------------------------------------

Εικόνα 4
"Ο μαύρος αγέρας ξεκινά τρελός από τα σκοτεινά λιμέρια του"

-------------------------------------

Εικόνα 5
"Η Ελεωνόρα η χρυσή κόρη"

-------------------------------------

Εικόνα 6
"Βρέχει..."

-------------------------------------

Εικόνα 7
"Κι είναι η Ευρυδίκη, η Ευρυδίκη που έρχεται και φεύγει..."

-------------------------------------

Εικόνα 8
"Τα δυο της στήθια είναι σαν τη ζωγραφική μου"

-------------------------------------

Εικόνα 9
"Έσκυβα ευλαβικά και φιλούσα την άκρια των δακτύλων της..."

-------------------------------------

Εικόνα 10
"Νίκος Εγγονόπουλος, ποιητής"

-------------------------------------

Εικόνα 11
"Λευκές αρμονικές γυναίκες με το βλέμμα της πίκρας..."

-------------------------------------

Εικόνα 12
"Πάλι έμενα πάντοτες αιχμάλωτος..."

-------------------------------------


Εικόνα 13
"Νεκρή κοπέλλα π' αγαπούσαμε όλοι..."

-------------------------------------

Εικόνα 14
"Κι ενώ μαίνεται γύρω μου η καταιγίδα..."

-------------------------------------

Εικόνα 15
"Η σκάλα ανέβαινε ψηλά κι ωνόμαζα θλιμμένα την καρδιά μου"

-------------------------------------

Εικόνα 16
"Η ωραία κόρη, Κύριε π' αγαπούσαμε..."

-------------------------------------

Εικόνα 17
"Κι ενώ απλώνεται -βαθμηδόν- στ' ακρογιάλι η ερημιά..."

-------------------------------------

Εικόνα 18
"Τα φευγαλέα οράματα της χαράς..."

-------------------------------------

Εικόνα 19
"Κοσμώ το μέτωπό μου με ψάρια και ομπρέλλες"

-------------------------------------

Εικόνα 20
"Ο δρόμος προς την αγάπη είναι νυχτερινός..."

-------------------------------------

Επιμέλεια ιστοσελίδας: Φιλοθέη Κολίτση


Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Σοφοκλής, Αντιγόνη / Sophocles, Antigone




Σοφοκλής 
Αντιγόνη 
(441 π. Χ.)

Γ΄ Στάσιμο
Ελεύθερη μετάφραση
(από την κινηματογραφική μεταφορά της Αντιγόνης σε σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλλα, 1961)

Έρωτα Εσύ, που κανείς δε σε νίκησε
Έρωτα, που όλα είν’ δικά σου
Που νυχτοπερπατάς στων κοριτσιών τα τρυφερά τα μάγουλα
Και πάνω από τις θάλασσες και τις στεριές πλανιέσαι.
Κανένας δεν σου ξέφυγε ούτε θεός ούτ’ άνθρωπος
Κι όποιον κρατάς τον ξετρελαίνεις.
Εσύ αλλάζεις τα μυαλά των λογικών με τον χαμό τους
Εσύ τον πόλεμο άναψες αυτόν ανάμεσα σε γιο και σε πατέρα.
Μα νικητής πατώντας πάνω απ’ όλους τους μεγάλους νόμους
Είν’ ολοφάνερος ο πόθος για τα μάτια της Πανώριας Κόρης,
Που παιχνιδίζεις μέσα τους, Εσύ,
ακατανίκητος θεός,
Έρωτα, γιε της Αφροδίτης!

Αρχαίο Κείμενο
Έρως, ανίκατε μάχαν,
Έρως, ος εν ημασιν πίπτεις,
ος εν μαλακαις παρειαις
νεάνιδος εννυχεύεις,
φοιτας δ’ υπερπόντιος
έν τ’ αγρονόμοις αυλαις .
και σ’ ουτ’ αθανάτων φύξιμος ουδείς
ούθ’ αμερίων σε γ’ ανθρώπων
ο δ’ έχων μέμηνεν.
σύ και δικαίων αδίκους
φρένας παρασπας επί λώβα
σύ και τόδε νεικος ανδρων
ξύναιμον έχεις ταράξας.
νικα δ’ εναργής βλεφάρων
ίμερος ευλέκτρου
νύμφας, των μεγάλων πάρεδρον εν αρχαις
θεσμων άμαχος γάρ εμπαίζει
θεός Αφροδίτα.

Dorothy Parker, Penelope



Dorothy Parker (1893-1967)

"Penelope" (1928)
Πηνελόπη” 

In the pathway of the sun,
In the footsteps of the breeze,
Where the world and sky are one,
He shall ride the silver seas,
He shall cut the glittering wave.
I shall sit at home, and rock;
Rise, to heed a neighbor's knock;
Brew my tea, and snip my thread;
Bleach the linen for my bed.
They will call him brave.



Στο μονοπάτι του Ήλιου
Και στα χνάρια του Ζέφυρου
Όπου σμίγουν ο κόσμος κι ο ουρανός
Αυτός θα ταξιδεύει στις ασημένιες θάλασσες
Και θα δαμάζει τα ιριδίζοντα κύματα
Ενώ εγώ σπίτι θα κάθομαι και θα πηγαινοέρχομαι
Σήκω να τρέξεις στην ανάγκη του γείτονα
Κάνε μου τσάι και κόψε την κλωστή
λεύκανε τα σεντόνια για το κρεβάτι μου.
Κι όλοι θα τον λεν γενναίο.

[μετάφραση Φ. Κολίτση]

Κική Δημουλά / Kiki Dimoula


Κική Δημουλά
(1931-)

"Πληθυντικός αριθμός"
από την ποιητική συλλογή: Το λίγο του κόσμου (1971) 

Ο έρωτας
όνομα ουσιαστικόν
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε αρσενικού ούτε θηλυκού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικό, γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.


Από την ποιητική συλλογή
Κική Δημουλά, Το λίγο του κόσμου, Αθήνα, 1971, σσ. 14-15. 

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ / Katerina Angelaki-Rouk


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (1939-)

Λέει η Πηνελόπη”
από την ποιητική συλλογή: Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (1977)

And your absence teaches me
what art could not”
Daniel Weissbort
Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ' το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ' από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
- απουσία από τη ζωή -
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
"που είσαι έλα σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες"
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα' σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ΄χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά…
Η εκλεκτή καρδιά σου
-εκλεκτή γιατί τη διάλεξα-
θα' ναι πάντα αλλού
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν' αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρουδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πως λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
[...]

Ερωτόκριτος / Erotokritos



Βιτσέντζος Κορνάρος (1556-1613),

Ερωτόκριτος (1590-1600?)



ΜΕΡΟΣ Α΄

Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,

και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·

και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,

μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·

και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, 5

του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·

αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,

ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν

σ' μιά Κόρη κ' έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι

σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. 10

[...]

Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,

και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.

Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη

πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.

Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα, 61

οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.

Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,

και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.

Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη, 65

ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.

[...]

Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,

φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.

4 Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,

οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση. 80

Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',

ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·

κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' Άστρη εγεννήσαν,

μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.

[...]

ΜΕΡΟΣ Γ΄

Ήφταξε το μεσάνυκτον, η ώρα που ανιμέναν,

στον τόπον ευρεθήκασι, που κάθε νύκτα επηαίναν. 1350

Mιάν ώρα εκλάψασιν ομπρός δριμιά κ' ελουχτουκήσαν,

κι απόκει μ' αναστεναμούς τα Πάθη τως αρχίσαν.



EPΩTOKPITOΣ

Λέγει της ο Pωτόκριτος· "Ήκουσες τα μαντάτα,

που ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;

K' εφάνη του κ' εσφάγηκεν ο-γι' αφορμή εδική μου, 1355

σαν ήμαθε την προξενιάν, που'κουσε του Γονή μου.

K' έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη,

κι ο Kύρης μου απ' την πρίκαν του λογιάζω ν' αποθάνει.

Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν' ανιμένω,

κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω. 1360

Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,

και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;

Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,

στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου.

Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει, 1365

Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.

Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου

νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.



204"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,

και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. 1370

Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,

κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,

ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,

τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."

Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου, 1375

και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου,

όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,

θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει.

Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον,

κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον. 1380

Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,

λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.

Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που'βρες στ' αρμάρι μέσα,

και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',

και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα, 1385

που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.

Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,

και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,

για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,

πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα. 1390

[...]

Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, 1395

τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.

Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,

για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.

[...]

ΠOIHTHΣ

Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν' απομένει, 1405

κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη.

Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει

μιά λαβωμένη τσ' Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη·



APETOYΣA

"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,

κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν. 1410

Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;

Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;

Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη

στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,

και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις, 1415

ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,

κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξει,

και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.

Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' άθη,

μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη; 1420



"Σγουραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,

και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.

Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,

να θέ' να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,

τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως, 1425

γιατί κάλλιά'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.

Eγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου

αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.

206Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει,

κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει. 1430

Πάντά'ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,

και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;

Tα μάτια, ο νους μου, κ' η καρδιά, κ' η όρεξη εθελήσαν,

κ' εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εσγουραφίσαν.

Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει 1435

τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' Aγάπης το καμίνι,

κ' εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,

η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.

Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ' έτοια δουλειά, να ζήσεις,

δε σ' απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ' εσύ μ' αφήσεις. 1440

Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ' να με παντρέψει,

και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,

κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,

άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.



Ολόκληρο το κείμενο του Ερωτόκριτου υπάρχει στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=20



ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

ΓΝΩΜΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ



ΜΕΡΟΣ Α΄

ΠOIHTHΣ

19 Γρικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει.

Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει· 530

πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·

μαθαίνει τσι να πολεμού' σ' τση νύκτας το σκοτίδι·

κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο, ερωτάρη,

κάνει και τον ανήμπορον, άντρα και παλικάρι,

το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμον τον οκνιάρη, 535

κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.

***

Aπ' ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη 871

να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει·

κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώσιν και με τρόπον,

κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των ανθρώπων.

***





ΜΕΡΟΣ Γ΄



178§Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο,

κ' εις το λαιμόν πολλά στενό, κ' είναι νερό γεμάτο, 590

κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει,

και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει,

μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει,

κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει―

εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ' ήτον γεμάτοι Πάθη, 595

η αποκοτιά τως να τα π[ουν], ως εσιμώσα', εχάθη.

Kαι θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι,

το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.



Ποιός εις τον Kόσμο εφάνηκε, κι Aγάπη δεν κατέχει;

Ποιός δεν την εδικίμασε; ποιός δεν την-ε ξετρέχει;

Ό[χι] οι ανθρώποι μοναχάς, που'χου' θωριάν, και γνώση,

τρέχουν εις τούτο το δεντρό τσ' Aγάπης, για να τρώσι. 1270

Πέτρες, δεντρά, και σίδερα, και ζα στην Oικουμένη,

όλα γνωρίζουν, και γρικούν τον Πόθον πως τα γιαίνει.

K' ένα με τ' άλλο τη Φιλιάν κι Aγάπη λογαριάζει,

κι όλα αγαπούν, και πεθυμούν το πράμα, οπού ταιριάζει.

Mα όλα για μένα εσφάλασι, και πάσιν άνω-κάτω, 1275

για με ξαναγεννήθηκεν η Φύση των πραμάτω'."

***

Mε τον Kαιρόν τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνουν,

οι ανάγκες, πάθη, κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνουν·

με τον Kαιρόν οι ανεμικές και ταραχές σκολάζουν,

και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζουν· 1630

με τον Kαιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ' οι αντάρες,

κ' ευχές μεγάλες γίνουνται με τον Kαιρό οι κατάρες.



ΜΕΡΟΣ Ε΄



Άδικον είν', Pωτόκριτε, ετούτα να τα κάνεις,

βλέπε μ' αυτάνα έτσ' άδικα να μην την αποθάνεις.

Θωρείς την, πώς ευρίσκεται, μ' ακόμη δεν πιστεύγεις;

Ίντ' άλλα μεγαλύτερα σημάδια τής γυρεύγεις;

Tα πλούτη και την Aφεντιάν αρνήθηκε για σένα, 725

πάντά'ν' τα χείλη τση πρικιά, τα μάτια τση κλαημένα.

Zει με τσι κακοριζικιές, θρέφεται με τσι πόνους,

και μες στη βρομερή φλακήν εδά'χει πέντε χρόνους.

Tες Προξενιές τω' Bασιλιών αρνήθη και τα πλούτη,

κι ο Kύρης τση τσ' οργίστηκε στην αφορμήν ετούτη. 730

Kι ακόμη θέ' να την-ε δεις, και δεν την-ε κατέχεις;

Aν την πειράξεις πλιότερα, κρίμα μεγάλον έχεις.



§Kαλά το λεν οι φρόνιμοι, η Aγάπη φόβο φέρνει,

κ' εις ένα πράμα, οπού αγαπά, λίγες φορές γιαγέρνει.

Xίλια σημάδια να θωρεί άνθρωπος, να κατέχει 735

άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει.

Mα λέγει, και ξαναρωτά, και ξαναδικιμάζει

τήν αγαπά, αν τον αγαπά, και πάντα του λογιάζει.

Χριστόπουλος Αθανάσιος / Christopolos Athanasios


Αθανάσιος Χριστόπουλος 
(1772-1847)


Άμιλλα”

Δύο νέες εφιλιούνταν
και μαζί φιλοτιμιούνταν
στα φιλήματα να φθάσει
μια την άλλην να περάσει.
Άκουσε, με λέγ' η μία,
πώς φιλώ με μελωδία,
Άκουσε, με λέγ' η άλλη
πώς το φίλημά μου ψάλλει.
Καλέ, λέω, φιλενάδες,
τι είν' τούτ' οι χωρατάδες;
Με το άκουσε θα μείνω
τα φιλήματα να κρίνω;
Φέρτ' εδώ να τα γευθούμεν
κι έτσι τότε να ιδούμεν
ποίον έχει στην αράδα
περισσότερη γλυκάδα.  



-----------------------------------------------------

Σύντροφοι”

Χθες το βράδυ βυθισμένος
εις τον ύπνον τον γλυκόν
είδα όλος τρομαγμένος
ένα όνειρον κακόν.
Εις βουνόν εγώ και ο Έρως,
και η αγάπη μου μαζί,
και ο Καιρός ο πάντα γέρος
ανεβαίναμεν πεζοί.
Η αγάπη σταματούσε
εις τον δρόμον τον σκληρόν,
και ο Έρωτας περνούσε
βιαστικά με τον Καιρόν.
«Στάσου», λέγω, «Έρωτά μου·
τόση βία διατί;
Η καλή συντρόφισσά μου
η αγάπη δεν κρατεί».
Τότε βλέπω και τινάζουν
και οι δυο τους τα φτερά,
και τον δρόμον τους αλλάζουν
και πετούν στ' αριστερά.
Απελπίζομαι, τρομάζω,
το κατόπι πιλαλώ.
Πού, ω Έρωτα, φωνάζω,
πού πετάς, παρακαλώ;
Τότ' ο άστατος γυρίζει
και με λέγει το παρόν·
Φίλ', ο Έρως συνηθίζει
και πετάει με τον καιρόν.

Από το βιβλίο:
Αθανάσιος Χριστόπουλος (επιμ. Ελ. Τσαντσάνογλου), Λυρικά
 Αθήνα: Εκδόσεις Ερμής, 1970, σσ. 57-58 & 69-70.