ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Η Λογοτεχνία ως "τόπος μνήμης" της Μικρασιατικής Καταστροφής
ERNEST HEMINGWAY
(1899-1961)
«Στην προκυμαία της Σμύρνης» (1930)
Ένα παράξενο πράγμα, είπε, πως ούρλιαζαν κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν πάντα εκείνη την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι εκείνες βρίσκονταν στην προβλήτα και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Για να σωπάσουν, ρίχναμε τον προβολέα πάνω τους. Αυτό πάντα έπιανε. Ανεβοκατεβάζαμε το φως του προβολέα πάνω τους δυο ή τρεις φορές για να πάψουν.
Μια φορά ήμουν αξιωματικός υπηρεσίας στην προβλήτα, όταν ένας Τούρκος αξιωματικός ήρθε και με βρήκε σε έξαλλη κατάσταση, επειδή κάποιος από τους ναύτες μας τον είχε προσβάλλει πολύ άσχημα. Του είπα λοιπόν ότι αυτός που το έκανε θα στέλνονταν στο πλοίο και θα τιμωρούνταν πολύ αυστηρά. Του ζήτησα να μου δείξει ποιος είναι. Μου έδειξε λοιπόν το φίλο του πυροβολητή, τον πιο άκακο τυπάκο. Είπε ότι τον προσέβαλε επανειλημμένα και με το χειρότερο τρόπο· μου μιλούσε μέσω διερμηνέα.
Δεν μπορούσα να φανταστώ πως ήταν δυνατόν ο φίλος του πυροβολητή να ξέρει τόσο καλά τουρκικά ώστε να είναι σε θέση να τον προσβάλει. Τον φώναξα και του είπα:
«Μπας και μίλησες σε κανένα Τούρκο αξιωματικό;»
«Δεν μίλησα σε κανέναν, κύριε.»
«Είμαι σίγουρος», είπα, «καλύτερα όμως να πας στο πλοίο και να μην ξανακατέβεις στο λιμάνι για την υπόλοιπη μέρα.»
Έπειτα είπα στον Τούρκο ότι έστειλα τον δικό μας στο πλοίο και ότι θα τιμωρούνταν πολύ αυστηρά. Α, πολύ αυστηρά. Χάρηκε πολύ με αυτό. Πόσο καλοί φίλοι ήμασταν.
Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά μωρά. Ήταν αδύνατον να πείσεις τις γυναίκες να εγκαταλείψουν τα νεκρά μωρά τους. Είχαν στην αγκαλιά τους μωρά πεθαμένα εδώ και έξι μέρες. Δεν έλεγαν να τα αφήσουν. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα γι αυτό. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρεις με τη βία. Έπειτα ήταν και μια ηλικιωμένη κυρία, αυτή ήταν η πιο απίστευτη περίπτωση. Μίλησα γι αυτό σ’ ένα γιατρό και είπε ότι έλεγα ψέματα. Τις μαζεύαμε από την προβλήτα, είχαμε να μαζέψουμε και τα πτώματα, κι αυτή η ηλικιωμένη κυρία ήταν ξαπλωμένη μέσα σ’ ένα σωρό σκουπίδια. Είπαν «θα της ρίξετε μια ματιά, κύριε;» και της έριξα μια ματιά, κι εκείνη τη στιγμή αυτή πέθανε και κοκάλωσε αμέσως. Τα πόδια της τέντωσαν και η ίδια τέντωσε από τη μέση και κάτω κι έγινε τελείως άκαμπτη. Σαν να είχε πεθάνει την προηγούμενη νύχτα. Ήταν νεκρή και τελείως άκαμπτη. Το είπα σ’ ένα γιατρό και μου είπε ότι αυτό δε γίνεται.
Βρίσκονταν όλες στην προβλήτα και δεν έμοιαζε καθόλου με σεισμό ή κάτι τέτοιο, διότι ποτέ δεν έμαθαν για τον Τούρκο. Ποτέ δεν έμαθαν τι θα έκανε ο τούρκος. Θυμάσαι που μας διέταξαν να μην πλησιάσουμε το λιμάνι και να μην μαζέψουμε άλλους; Όταν εκείνο το πρωί μπήκαμε στο λιμάνι, ήμουν τρομερά ανήσυχος. Είχε στη διάθεσή του αρκετές πυροβολαρχίες και θα μπορούσε να μας τινάξει όλους στον αέρα. Ήταν να μπούμε μέσα, να πλησιάσουμε στην προβλήτα, να ρίξουμε άγκυρα και μετά να βομβαρδίσουμε τον τουρκικό τομέα της πόλης. Αυτοί θα μπορούσαν να μας έχουν τινάξει στον αέρα, αλλά κ εμείς θα μπορούσαμε να ισοπεδώσουμε ολόκληρη την πόλη. Απλώς μας έριξαν μερικές άσφαιρες βολές καθώς μπαίναμε στο λιμάνι. Κατέβηκε ο Κεμάλ και απέλυσε τον Τούρκο διοικητή. Για κατάχρηση εξουσίας ή κάτι τέτοιο. Μάλλον ήταν εκτός εαυτού. Θα γινόταν πραγματική κόλαση.
Θυμάσαι το λιμάνι. Κάμποσα ωραία πραγματάκια επέπλεαν εκεί μέσα. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που άρχισα να φαντάζομαι διάφορα. Δεν σε πείραζε τόσο για τις γυναίκες που γεννούσαν, όσο για κείνες που έσερναν πάνω τους τα νεκρά μωρά τους. Πάνω τους. Είναι να απορείς που μόνο τόσες λίγες από δαύτες πέθαναν. Απλώς τις σκεπάζαμε με ό,τι βρίσκαμε και τις αφήναμε να μπουν στο πλοίο. Πάντα διάλεγαν την πιο σκοτεινή γωνιά στο αμπάρι, για να τα έχουν στην αγκαλιά τους. Από τη στιγμή που άφηναν την προβλήτα, καμιά τους δεν έδινε δεκάρα για τίποτε άλλο.
Κι οι Έλληνες καλά παιδιά ήτανε και δαύτοι. Κατά την υποχώρηση έπιασαν κι έσπασαν τα μπροστινά πόδια των αλόγων και των μουλαριών, επειδή δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους, κι ύστερα τα έριξαν στα ρηχά για να πνιγούν. Όλα εκείνα τα μουλάρια, να τα σπρώχνουν να πέσουν στα ρηχά, με τα μπροστινά τους πόδια σπασμένα. Ήταν μια πολύ ευχάριστη επιχείρηση. Α, ναι, μα την πίστη μου, πολύ ευχάριστη.
-------------------------------------------------------
Κεφάλαιο 1
Ήταν όλοι τους μεθυσμένοι. Ολόκληρη η πυροβολαρχία τρέκλιζε απ' το μεθύσι στο σκοτεινό δρόμο. Κατευθυνόμασταν προς Καμπανία. Ο υπολοχαγός, καβάλα στ' άλογό του, έξω στον αγρό, του έλεγε, "Σου λέω, mon vieux, είμαι μεθυσμένος. Ω, είμαι τόσο τύφλα". Όλη νύχτα προχωρούσαμε στα σκοτεινά πάνω στο δρόμο κι ο υπασπιστής, έφιππος, δίπλα στην αυτοσχέδια κουζίνα μου, έλεγε, "Πρέπει να τη σβήσεις. Είναι επικίνδυνο. Θα μας εντοπίσου". Βρισκόμασταν πενήντα χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο, αλλά ο υπασπιστής ανησυχούσε για τη φωτιά στην κουζίνα μου. Είχε πλάκα να βρίσκεσαι σ' εκείνο το δρόμο. Αυτό όταν ήμουν δεκανέας σιτιστής.
-------------------------------------------------------
Κεφάλαιο 2
Μέσα στη βροχή μπορούσες να διακρίνεις τους μιναρέδες, πέρα από τις λασπωμένες πεδιάδες, έξω από την Αδριανούπολη. Στο δρόμο για το Καραγάτς, τα κάρα ήταν κολλημένα το ένα πίσω από το άλλο, σχηματίζοντας μια πομπή πενήντα χιλιομέτρων. Νεροβούβαλοι και γελάδια τραβούσαν τα κάρα μέσα στη λάσπη. Κανένα τέλος και καμία αρχή. Μόνο κάρα φορτωμένα με ό,τι είχαν και δεν είχαν. Οι γέροι και οι γριές, καταμουσκεμένοι, περπατούσαν στο πλάι τραβώντας τα γελάδια. Ο Έβρος κυλούσε κίτρινος, φτάνοντας σχεδόν μέχρι το ύψος της γέφυρας. Πάνω στη γέφυρα, τα κάρα είχαν συνωστιστεί και οι καμήλες είχαν μπλεχτεί ανάμεσά τους. Το ελληνικό ιππικό οδηγούσε την πορεία. Γυναίκες και παιδιά βρίσκονταν στα κάρα, ανάμεσα σε στρώματα, καθρέφτες, ραπτομηχανές, σωρούς πραγμάτων. Υπήρχε μια γυναίκα με ένα παιδί στην αγκαλιά της κι ένα μικρό κορίτσι που έκλαιγε σκεπασμένο με μια κουβέρτα. Η θέα της μου είχε παγώσει το αίμα. Έβρεχε σε όλη τη διάρκεια της υποχώρησης.
-------------------------------------------------------
ERNEST HEMINGWAY
"On the Quai at Smyrna" (1930)
The STRANGE thing was, he said, how they screamed every night at midnight. I do not know why they screamed at that time. We were in the harbor and they were all on the pier and at midnight they started screaming. We used to turn the searchlight on them to quiet them. That always did the trick. We'd run the searchlight up and down over them two or three times and they stopped it. One time I was senior officer on the pier and a Turkish officer came up to me in a frightful rage because one of our sailors had been most insulting to him. So I told him the fellow would be sent on ship and be most severely punished. I asked him to point him out. So he pointed out a gunner's mate, most inoffensive chap. Said he'd been most frightfully and repeatedly insulting; talking to me through an interpreter. I couldn't imagine how the gunner's mate knew enough Turkish to be insulting. I called him over and said, "And just in case you should have spoken to any Turkish officers."
"I haven't spoken to any of them, sir."
"I'm quite sure of it," I said, "but you'd best go on board ship and not come ashore again for the rest of the day."
Then I told the Turk the man was being sent on board ship and would be most severely dealt with. Oh most rigorously. He felt topping about it. Great friends we were.
The worst, he said, were the women with dead babies. You couldn't get the women to give up their dead babies. They'd have babies dead for six days. Wouldn't give them up. Nothing you could do about it. Had to take them away finally. Then there was an old lady, most extraordinary case. I told it to a doctor and he said I was lying. We were clearing them off the pier, had to clear off the dead ones, and this old woman was lying on a sort of litter. They said, "Will you have a look at her, sir?" So I had a look at her and just then she died and went absolutely stiff. Her legs drew up and she drew up from the waist and went quite rigid. Exactly as though she had been dead over night. She was quite dead and absolutely rigid. I told a medical chap about it and he told me it was impossible.
They were all out there on the pier and it wasn't at all like an earthquake or that sort of thing because they never knew about the Turk. They never knew what the old Turk would do. You remember when they ordered us not to come in to take off anj more? I had the wind up when we came in that morning. He had any amount of batteries and could have blown us clean out of the water. We were going to come in, run close along the pier, let go the front and rear anchors and then shell the Turkish quarter of the town. They would have blown us out of the water but we would have blown the town simply to hell. They just fired a few blank charges at us as we came in. Kemal came down and sacked the Turkish commander. For exceeding his authority or some such thing. He got a bit above himself. It would have been the hell of a mess.
You remember the harbor. There were plenty of nice things floating around in it. That was the only time in my life I got so I dreamed about things. You didn't mind the women who were having babies as you did those with the dead ones. They had them all right. Surprising how few of them died. You just covered them over with something and let them go to it. They'd always pick out the darkest place in the hold to have them. None of them minded anything once they got off the pier.
The Greeks were nice chaps too. When they evacuated they had all their baggage animals they couldn't take off with them so they just broke their forelegs and dumped them into the shallow witer. All those mules with their forelegs broken pushed over into the shallow water. It was all a pleasant business. My word yes a most pleasant business.
-------------------------------------------------------
Chapter I
Everybody was drunk- The whole battery was drunk going along the road in the dark,. We were going to the Champagne. The lieutenant kept riding his horse out into the fields and saying to him, "I'm drunkj I tell you, mon vieux. Oh, I am so soused." We went along the road all night in the dar\ and the adjutant kept riding up alongside my kitchen and saying, "You must put it out. It is dangerous. It will be observed." We were fifty kilometers from the front but the adjutant worried about the fire in my kitchen. It was funny going along that road. That was when I was a kitchen corporal.
-------------------------------------------------------
Chapter II
Minarets stuck up in the rain out of Adrianople across the mud flats. The carts were jammed for thirty miles along the Karagatch road. Water buffalo and cattle were hauling carts through the mud. No end and no beginning. Just carts loaded with everything they owned. The old men and women, soaked through, walked along keeping the cattle moving. The Maritza was running yellow almost up to the bridge. Carts were jammed solid on the bridge with camels bobbing along through them. Greek cavalry herded along the procession. Women and kids were in the carts crouched with mattresses, mirrors, sewing machines, bundles. There was a woman having a kid with a young girl holding a blanket over her and crying. Scared sick looking at it. It rained all through the evacuation.
-------------------------------------------------------