Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Νίκος Εγγονόπουλος - Γιώργος Κόρδης / Nikos Engonopoulos / Giorgos Kordis



Νίκος Εγγονόπουλος 
(1907-1985) 

Γιώργος Κόρδης 
"Τα φευγαλέα οράματα της χαράς: 
Εικαστικός διάλογος με την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου"
[Εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη, 2007]


Εικόνα 1
"Η πλάτη της είναι τα ματογυάλια της θάλασσας..."

-------------------------------------

Εικόνα 2
"Νυχτερινή Μαρία"

-------------------------------------

Εικόνα 3
"Μες  στ' άσπρα ντυμένη, κάτω απ' το φως του φεγγαριού"

-------------------------------------

Εικόνα 4
"Ο μαύρος αγέρας ξεκινά τρελός από τα σκοτεινά λιμέρια του"

-------------------------------------

Εικόνα 5
"Η Ελεωνόρα η χρυσή κόρη"

-------------------------------------

Εικόνα 6
"Βρέχει..."

-------------------------------------

Εικόνα 7
"Κι είναι η Ευρυδίκη, η Ευρυδίκη που έρχεται και φεύγει..."

-------------------------------------

Εικόνα 8
"Τα δυο της στήθια είναι σαν τη ζωγραφική μου"

-------------------------------------

Εικόνα 9
"Έσκυβα ευλαβικά και φιλούσα την άκρια των δακτύλων της..."

-------------------------------------

Εικόνα 10
"Νίκος Εγγονόπουλος, ποιητής"

-------------------------------------

Εικόνα 11
"Λευκές αρμονικές γυναίκες με το βλέμμα της πίκρας..."

-------------------------------------

Εικόνα 12
"Πάλι έμενα πάντοτες αιχμάλωτος..."

-------------------------------------


Εικόνα 13
"Νεκρή κοπέλλα π' αγαπούσαμε όλοι..."

-------------------------------------

Εικόνα 14
"Κι ενώ μαίνεται γύρω μου η καταιγίδα..."

-------------------------------------

Εικόνα 15
"Η σκάλα ανέβαινε ψηλά κι ωνόμαζα θλιμμένα την καρδιά μου"

-------------------------------------

Εικόνα 16
"Η ωραία κόρη, Κύριε π' αγαπούσαμε..."

-------------------------------------

Εικόνα 17
"Κι ενώ απλώνεται -βαθμηδόν- στ' ακρογιάλι η ερημιά..."

-------------------------------------

Εικόνα 18
"Τα φευγαλέα οράματα της χαράς..."

-------------------------------------

Εικόνα 19
"Κοσμώ το μέτωπό μου με ψάρια και ομπρέλλες"

-------------------------------------

Εικόνα 20
"Ο δρόμος προς την αγάπη είναι νυχτερινός..."

-------------------------------------

Επιμέλεια ιστοσελίδας: Φιλοθέη Κολίτση


Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Σοφοκλής, Αντιγόνη / Sophocles, Antigone




Σοφοκλής 
Αντιγόνη 
(441 π. Χ.)

Γ΄ Στάσιμο
Ελεύθερη μετάφραση
(από την κινηματογραφική μεταφορά της Αντιγόνης σε σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλλα, 1961)

Έρωτα Εσύ, που κανείς δε σε νίκησε
Έρωτα, που όλα είν’ δικά σου
Που νυχτοπερπατάς στων κοριτσιών τα τρυφερά τα μάγουλα
Και πάνω από τις θάλασσες και τις στεριές πλανιέσαι.
Κανένας δεν σου ξέφυγε ούτε θεός ούτ’ άνθρωπος
Κι όποιον κρατάς τον ξετρελαίνεις.
Εσύ αλλάζεις τα μυαλά των λογικών με τον χαμό τους
Εσύ τον πόλεμο άναψες αυτόν ανάμεσα σε γιο και σε πατέρα.
Μα νικητής πατώντας πάνω απ’ όλους τους μεγάλους νόμους
Είν’ ολοφάνερος ο πόθος για τα μάτια της Πανώριας Κόρης,
Που παιχνιδίζεις μέσα τους, Εσύ,
ακατανίκητος θεός,
Έρωτα, γιε της Αφροδίτης!

Αρχαίο Κείμενο
Έρως, ανίκατε μάχαν,
Έρως, ος εν ημασιν πίπτεις,
ος εν μαλακαις παρειαις
νεάνιδος εννυχεύεις,
φοιτας δ’ υπερπόντιος
έν τ’ αγρονόμοις αυλαις .
και σ’ ουτ’ αθανάτων φύξιμος ουδείς
ούθ’ αμερίων σε γ’ ανθρώπων
ο δ’ έχων μέμηνεν.
σύ και δικαίων αδίκους
φρένας παρασπας επί λώβα
σύ και τόδε νεικος ανδρων
ξύναιμον έχεις ταράξας.
νικα δ’ εναργής βλεφάρων
ίμερος ευλέκτρου
νύμφας, των μεγάλων πάρεδρον εν αρχαις
θεσμων άμαχος γάρ εμπαίζει
θεός Αφροδίτα.

Dorothy Parker, Penelope



Dorothy Parker (1893-1967)

"Penelope" (1928)
Πηνελόπη” 

In the pathway of the sun,
In the footsteps of the breeze,
Where the world and sky are one,
He shall ride the silver seas,
He shall cut the glittering wave.
I shall sit at home, and rock;
Rise, to heed a neighbor's knock;
Brew my tea, and snip my thread;
Bleach the linen for my bed.
They will call him brave.



Στο μονοπάτι του Ήλιου
Και στα χνάρια του Ζέφυρου
Όπου σμίγουν ο κόσμος κι ο ουρανός
Αυτός θα ταξιδεύει στις ασημένιες θάλασσες
Και θα δαμάζει τα ιριδίζοντα κύματα
Ενώ εγώ σπίτι θα κάθομαι και θα πηγαινοέρχομαι
Σήκω να τρέξεις στην ανάγκη του γείτονα
Κάνε μου τσάι και κόψε την κλωστή
λεύκανε τα σεντόνια για το κρεβάτι μου.
Κι όλοι θα τον λεν γενναίο.

[μετάφραση Φ. Κολίτση]

Κική Δημουλά / Kiki Dimoula


Κική Δημουλά
(1931-)

"Πληθυντικός αριθμός"
από την ποιητική συλλογή: Το λίγο του κόσμου (1971) 

Ο έρωτας
όνομα ουσιαστικόν
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε αρσενικού ούτε θηλυκού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικό, γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.


Από την ποιητική συλλογή
Κική Δημουλά, Το λίγο του κόσμου, Αθήνα, 1971, σσ. 14-15. 

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ / Katerina Angelaki-Rouk


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (1939-)

Λέει η Πηνελόπη”
από την ποιητική συλλογή: Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (1977)

And your absence teaches me
what art could not”
Daniel Weissbort
Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ' το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ' από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
- απουσία από τη ζωή -
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
"που είσαι έλα σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες"
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα' σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ΄χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά…
Η εκλεκτή καρδιά σου
-εκλεκτή γιατί τη διάλεξα-
θα' ναι πάντα αλλού
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν' αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρουδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πως λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
[...]

Ερωτόκριτος / Erotokritos



Βιτσέντζος Κορνάρος (1556-1613),

Ερωτόκριτος (1590-1600?)



ΜΕΡΟΣ Α΄

Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,

και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·

και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,

μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·

και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, 5

του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·

αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,

ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν

σ' μιά Κόρη κ' έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι

σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. 10

[...]

Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,

και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.

Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη

πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.

Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα, 61

οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.

Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,

και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.

Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη, 65

ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.

[...]

Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,

φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.

4 Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,

οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση. 80

Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',

ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·

κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' Άστρη εγεννήσαν,

μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.

[...]

ΜΕΡΟΣ Γ΄

Ήφταξε το μεσάνυκτον, η ώρα που ανιμέναν,

στον τόπον ευρεθήκασι, που κάθε νύκτα επηαίναν. 1350

Mιάν ώρα εκλάψασιν ομπρός δριμιά κ' ελουχτουκήσαν,

κι απόκει μ' αναστεναμούς τα Πάθη τως αρχίσαν.



EPΩTOKPITOΣ

Λέγει της ο Pωτόκριτος· "Ήκουσες τα μαντάτα,

που ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;

K' εφάνη του κ' εσφάγηκεν ο-γι' αφορμή εδική μου, 1355

σαν ήμαθε την προξενιάν, που'κουσε του Γονή μου.

K' έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη,

κι ο Kύρης μου απ' την πρίκαν του λογιάζω ν' αποθάνει.

Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν' ανιμένω,

κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω. 1360

Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,

και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;

Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,

στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου.

Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει, 1365

Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.

Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου

νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.



204"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,

και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. 1370

Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,

κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,

ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,

τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."

Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου, 1375

και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου,

όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,

θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει.

Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον,

κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον. 1380

Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,

λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.

Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που'βρες στ' αρμάρι μέσα,

και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',

και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα, 1385

που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.

Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,

και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,

για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,

πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα. 1390

[...]

Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, 1395

τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.

Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,

για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.

[...]

ΠOIHTHΣ

Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν' απομένει, 1405

κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη.

Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει

μιά λαβωμένη τσ' Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη·



APETOYΣA

"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,

κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν. 1410

Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;

Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;

Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη

στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,

και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις, 1415

ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,

κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξει,

και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.

Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' άθη,

μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη; 1420



"Σγουραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,

και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.

Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,

να θέ' να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,

τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως, 1425

γιατί κάλλιά'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.

Eγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου

αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.

206Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει,

κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει. 1430

Πάντά'ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,

και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;

Tα μάτια, ο νους μου, κ' η καρδιά, κ' η όρεξη εθελήσαν,

κ' εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εσγουραφίσαν.

Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει 1435

τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' Aγάπης το καμίνι,

κ' εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,

η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.

Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ' έτοια δουλειά, να ζήσεις,

δε σ' απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ' εσύ μ' αφήσεις. 1440

Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ' να με παντρέψει,

και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,

κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,

άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.



Ολόκληρο το κείμενο του Ερωτόκριτου υπάρχει στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=20



ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

ΓΝΩΜΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ



ΜΕΡΟΣ Α΄

ΠOIHTHΣ

19 Γρικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει.

Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει· 530

πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·

μαθαίνει τσι να πολεμού' σ' τση νύκτας το σκοτίδι·

κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο, ερωτάρη,

κάνει και τον ανήμπορον, άντρα και παλικάρι,

το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμον τον οκνιάρη, 535

κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.

***

Aπ' ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη 871

να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει·

κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώσιν και με τρόπον,

κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των ανθρώπων.

***





ΜΕΡΟΣ Γ΄



178§Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο,

κ' εις το λαιμόν πολλά στενό, κ' είναι νερό γεμάτο, 590

κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει,

και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει,

μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει,

κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει―

εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ' ήτον γεμάτοι Πάθη, 595

η αποκοτιά τως να τα π[ουν], ως εσιμώσα', εχάθη.

Kαι θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι,

το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.



Ποιός εις τον Kόσμο εφάνηκε, κι Aγάπη δεν κατέχει;

Ποιός δεν την εδικίμασε; ποιός δεν την-ε ξετρέχει;

Ό[χι] οι ανθρώποι μοναχάς, που'χου' θωριάν, και γνώση,

τρέχουν εις τούτο το δεντρό τσ' Aγάπης, για να τρώσι. 1270

Πέτρες, δεντρά, και σίδερα, και ζα στην Oικουμένη,

όλα γνωρίζουν, και γρικούν τον Πόθον πως τα γιαίνει.

K' ένα με τ' άλλο τη Φιλιάν κι Aγάπη λογαριάζει,

κι όλα αγαπούν, και πεθυμούν το πράμα, οπού ταιριάζει.

Mα όλα για μένα εσφάλασι, και πάσιν άνω-κάτω, 1275

για με ξαναγεννήθηκεν η Φύση των πραμάτω'."

***

Mε τον Kαιρόν τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνουν,

οι ανάγκες, πάθη, κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνουν·

με τον Kαιρόν οι ανεμικές και ταραχές σκολάζουν,

και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζουν· 1630

με τον Kαιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ' οι αντάρες,

κ' ευχές μεγάλες γίνουνται με τον Kαιρό οι κατάρες.



ΜΕΡΟΣ Ε΄



Άδικον είν', Pωτόκριτε, ετούτα να τα κάνεις,

βλέπε μ' αυτάνα έτσ' άδικα να μην την αποθάνεις.

Θωρείς την, πώς ευρίσκεται, μ' ακόμη δεν πιστεύγεις;

Ίντ' άλλα μεγαλύτερα σημάδια τής γυρεύγεις;

Tα πλούτη και την Aφεντιάν αρνήθηκε για σένα, 725

πάντά'ν' τα χείλη τση πρικιά, τα μάτια τση κλαημένα.

Zει με τσι κακοριζικιές, θρέφεται με τσι πόνους,

και μες στη βρομερή φλακήν εδά'χει πέντε χρόνους.

Tες Προξενιές τω' Bασιλιών αρνήθη και τα πλούτη,

κι ο Kύρης τση τσ' οργίστηκε στην αφορμήν ετούτη. 730

Kι ακόμη θέ' να την-ε δεις, και δεν την-ε κατέχεις;

Aν την πειράξεις πλιότερα, κρίμα μεγάλον έχεις.



§Kαλά το λεν οι φρόνιμοι, η Aγάπη φόβο φέρνει,

κ' εις ένα πράμα, οπού αγαπά, λίγες φορές γιαγέρνει.

Xίλια σημάδια να θωρεί άνθρωπος, να κατέχει 735

άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει.

Mα λέγει, και ξαναρωτά, και ξαναδικιμάζει

τήν αγαπά, αν τον αγαπά, και πάντα του λογιάζει.

Χριστόπουλος Αθανάσιος / Christopolos Athanasios


Αθανάσιος Χριστόπουλος 
(1772-1847)


Άμιλλα”

Δύο νέες εφιλιούνταν
και μαζί φιλοτιμιούνταν
στα φιλήματα να φθάσει
μια την άλλην να περάσει.
Άκουσε, με λέγ' η μία,
πώς φιλώ με μελωδία,
Άκουσε, με λέγ' η άλλη
πώς το φίλημά μου ψάλλει.
Καλέ, λέω, φιλενάδες,
τι είν' τούτ' οι χωρατάδες;
Με το άκουσε θα μείνω
τα φιλήματα να κρίνω;
Φέρτ' εδώ να τα γευθούμεν
κι έτσι τότε να ιδούμεν
ποίον έχει στην αράδα
περισσότερη γλυκάδα.  



-----------------------------------------------------

Σύντροφοι”

Χθες το βράδυ βυθισμένος
εις τον ύπνον τον γλυκόν
είδα όλος τρομαγμένος
ένα όνειρον κακόν.
Εις βουνόν εγώ και ο Έρως,
και η αγάπη μου μαζί,
και ο Καιρός ο πάντα γέρος
ανεβαίναμεν πεζοί.
Η αγάπη σταματούσε
εις τον δρόμον τον σκληρόν,
και ο Έρωτας περνούσε
βιαστικά με τον Καιρόν.
«Στάσου», λέγω, «Έρωτά μου·
τόση βία διατί;
Η καλή συντρόφισσά μου
η αγάπη δεν κρατεί».
Τότε βλέπω και τινάζουν
και οι δυο τους τα φτερά,
και τον δρόμον τους αλλάζουν
και πετούν στ' αριστερά.
Απελπίζομαι, τρομάζω,
το κατόπι πιλαλώ.
Πού, ω Έρωτα, φωνάζω,
πού πετάς, παρακαλώ;
Τότ' ο άστατος γυρίζει
και με λέγει το παρόν·
Φίλ', ο Έρως συνηθίζει
και πετάει με τον καιρόν.

Από το βιβλίο:
Αθανάσιος Χριστόπουλος (επιμ. Ελ. Τσαντσάνογλου), Λυρικά
 Αθήνα: Εκδόσεις Ερμής, 1970, σσ. 57-58 & 69-70.



Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Shakespeare, Midsummer night's dream

WILLIAM SHAKESPEARE 
(1564-1616)
MIDSUMMER NIGHT'S DREAM


Πράξη Α΄, Σκηνή 1


ΛΥΣΑΝ: Γιατί, καλή μου, εχλώμιανε το μάγουλό σου;
                Ποια μοίρα εμάρανε τα ρόδα του έτσι γλήγορα;

ΕΡΜΙΑ:   Λοιπόν αφού η πιστή αγάπη είν' όλο βάσανα
                θα ειπεί πως το 'χει γράψει η μοίρα και γι αυτό
                ας κάνει υπομονή η αγάπη μας, αφού
                κι αυτό κακό συνηθισμένο της αγάπης,
                καθώς η συλλογή, οι καημοί, τα δάκρυα, τα όνειρα
                κι οι στεναγμοί, ακολουθία του δόλιου του έρωτα.
ΛΥΣΑΝ: Καλά το λες, Ερμία, για τούτο άκου τι λέω:
                έχω μια θεία χήρα, πλούσια κι άτεκνη,
                που μένει εφτά χιλιόμετρα έξω απ' την Αθήνα
                και σαν παιδί της μ' αγαπάει. Εκεί, καλή μου,
                μπορούμε να στεφανωθούμε. Εκεί ο κακός
                ο νόμος της Αθήνας δε μας φτάνει.
ΕΡΜΙΑ:   Λύσανδρε, σου ορκίζομαι
                στο πιο γερό δοξάρι του Έρωτα, στην πιο καλή του
                σαΐτα χρυσαγκιδωτή, στης Αφροδίτης
                τα περιστέρια, που η απλή τους χάρη τις ψυχές
                ενώνει και προκόβει την αγάπη, στη φωτιά
                που έκαψε τη βασίλισσα της Καρχηδόνας, όταν
                είδε μακριά τον άπιστο Τρωαδίτη ν' αρμενίζει,
                σ' όλους τους όρκους που έχουν πατηθεί από άντρες
                και που είναι πιο πολλοί απ' όσους κάνανε οι γυναίκες,
                σ΄ αυτό το μέρος που μου ορίζεις αύριο βράδυ
                θα ρθω πιστή να σ' ανταμώσω στο σκοτάδι.
ΛΥΣΑΝ: Κράτησε λόγο, αγάπη μου. - Δες, έρχεται η Ελένη.
                                    (Μπαίνει η ΕΛΕΝΗ)
ΕΡΜΙΑ:   Καλώς τη. Πώς εδώθε, ωραία Ελένη; 
ΕΛΕΝΗ: Με λες ωραία; Μην πεις τη λέξη: ωραία. Ο Δημήτρης
                εσένα λέει ωραία; Μην πεις τη λέξη ωραία. Ο Δημήτρης
                εσένα λέει ωραία, ευτυχισμένη.
                [...]
ΕΡΜΙΑ:    Εγώ του κάνω μούτρα, εκείνος με λατρεύει.
ΕΛΕΝΗ:  Το μούτρο και το γέλιο μου την τέχνη αυτή δεν ξέρει.
ΕΡΜΙΑ:   Εγώ τον καταριέμαι, εκείνος μ' αγαπάει.
ΕΛΕΝΗ:  Πού τέτοια τύχη εγώ με τα γλυκά μου λόγια! 
ΕΡΜΙΑ:   Όσο τον διώχνω, τόσο εκείνος τρέχει πίσω μου.
ΕΛΕΝΗ:  Όσο κοντά του τρέχω, τόσο αυτός μ' εχτρεύεται.  
ΕΡΜΙΑ:   Δεν είναι η τρέλα του δικό μου φταίξιμο.  
ΕΛΕΝΗ:  Όχι, είναι η ομορφιά σου. Ας είχα αυτό το φταίξιμο! 
ΕΡΜΙΑ:   Ελένη, ησύχασε και πια δε θα με βλέπει.
                Ο Λύσανδρος κι εγώ θα φύγουμε από δω.
                [...]
ΛΥΣΑΝ: Ξενοιάσου. Χαίρε, Ελένη, κι όπως καίγεσαι
                για τον Δημήτρη σου, έτσι να καεί κι αυτός για σένα.  
ΕΛΕΝΗ:  Πώς πάει τόσο πολλή ευτυχία σε καμπόσους!
                Όλη η Αθήνα σαν κι αυτήν με λέει ωραία.
                Τι μ' ωφελεί; Ο Δημήτρης δεν το λέει.
                Πλανιέται αυτός λατρεύοντας τα μάτια της Ερμίας,
                κι εγώ γυρίζω θαμπωμένη από τις χαρές του.
                Σε πράματα χυδαία κι ανάξια και μικρά
                η αγάπη δίνει αξία κι ανάστημα. Η αγάπη
                δε βλέπει με τα μάτια παρά με το νου
                γι αυτό και το Ερωτόπουλο στραβό το ζωγραφίζουν.
                Κι ο νους του Έρωτα δεν έχει στάλα κρίση,
                τι φτερωτός κι αόμματος θα ειπεί στραβή βιασύνη,
                γι αυτό και το Ερωτόπουλο μωρό το παρασταίνουν,
                γιατί συχνά γελιέται όταν διαλέγει. Κι όπως
                παλιόπαιδα, όταν παίζουν, παίρνουν όρκους ψεύτικους,
                έτσι και το χαμίνι ο Έρως, ψευτορκίζεται
                πάντα παντού. Προτού ο Δημήτρης αντικρίσει
                τα μάτια της Ερμίας κατέβαζε χαλάζι
                τους όρκους πως μ' αγάπαε. Κι όταν το χαλάζι
                το άγγιξε η ζέστα της Ερμίας, ευθύς έλιωσε
                κι έλιωσαν κι οι κατεβασιές οι όρκοι.
                [...] 
Πράξη Β΄, Σκηνή 2 
1
`````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````0
                            (Λύσανδρος και Ερμία αποκοιμιούνται)

ΠΟΥΚ:    Μεσ' στο δάσος όλο γύρα
                πουθενά Αθηναίο δεν ήβρα,
                στα ματόφυλλά του απάνω
                δοκιμή του ανθού να κάνω.
                Μα, σιωπή και νύχτα! Ποιος
                στ' Αθηνιώτικα είν' αυτός;
                Τούτος είναι που τη νέα
                πρόσβαλε την Αθηναία.
                Να τη, βαριοκοιμισμένη
                στο υγρό χώμα η καημένη,
                κι απ' τον άκαρδο μακριά
                της αγάπης τον φονιά.
                Βάρβαρε, σου χύνω τώρα
                μαγικιά στα μάτια μώρα.
                Ύπνο πια στο ξυπνητό σου δε θα δει το βλέφαρό σου,
                θα τον διώχνει ο Έρωτας.
                Ξύπνα, πάω στον Όμπερον. 
                (Βγαίνει) 

PUCK:    Through the forest have I gone.
                But Athenian found I none,
                On whose eyes I might approve
                This flower's force in stirring love.
                Night and silence.--Who is here? 70
                Weeds of Athens he doth wear:
                This is he, my master said,
                Despised the Athenian maid;
                And here the maiden, sleeping sound,
                On the dank and dirty ground.
                Pretty soul! she durst not lie
                Near this lack-love, this kill-courtesy.
                Churl, upon thy eyes I throw
                All the power this charm doth owe.
                When thou wakest, let love forbid 80
                Sleep his seat on thy eyelid:
                So awake when I am gone;
                For I must now to Oberon.
                (Exit)

ΕΛΕΝΗ:  Δημήτρη, στάσου, στάσου, στάσου, εσύ φονιά μου!
ΔΗΜΗΤ:  Σου λέω ξεκόλλα πια από μένανε! Μακριά μου!
ΕΛΕΝΗ:  Αχ, μέσα στο σκοτάδι το άγριο μη μ'αφήνεις.
ΔΗΜΗΤ:  Πηγαίνω εγώ κι εσύ στην τύχη σου να μείνεις. (Βγαίνει.)
ΕΛΕΝΗ:  Αχ, πιάστηκε η πνοή μου απ' το τρελό κυνήγι.
                Όσο τον κάνω θεό, τόσο πιο λίγο το έλεος.
                Η Ερμία, αυτή 'ναι ευτυχισμένη, όπου κι αν είναι.
                Μαγευτική είναι η χάρη που έχουνε τα μάτια της,
                που λάμπουν όχι από τα δάκρυα, τι αν πεις δάκρυα
                τα μάτια μου είναι πιο συχνολουσμένα απ' τα δικά της.
                Όχι, όχι, εγώ 'μαι ασκημομούρα σαν αρκούδα,
                που μ' αντικρίζουνε τ' αγρίμια και προγκάνε.
                Γι αυτό παράξενο δεν είναι που ο Δημήτρης
                σαν να 'μαι κάνα τέρας φεύγει από μπροστά μου.
                Τι μαγικός κι αλλαξοπρόσωπος καθρέφτης
                παρόμοιασε με την γλυκιάν Ερμία εμένα;
                Μα εδώ ποιος είναι; Ο Λύσανδρος, στο χώμα.
                Νεκρός, ή κοιμισμένος; Αίματα δε βλέπω.
                Λύσανδρε, αν είσαι ζωντανός, καλέ μου, ξύπνα!
ΛΥΣΑΝ: (Ξυπνώντας) Πέφτω και στη φωτιά για χάρη σου, ω αιθέρια,
                διάφανη Ελένη. Η φύση κάνει αυτό το θάμα
                μέσα απ' το στήθος σου να βλέπω την καρδιά σου.
                Πού 'ναι ο Δημήτρης; Α, τι λόγος ελεεινός,
                τ' όνομα αυτό, με το σπαθί μου θα το σβήσω.
ΕΛΕΝΗ:  Λϋσανδρε, μην το πεις. Αυτό να μην το πεις.
                Κι αν αγαπάει την Ερμία σου, τι μ' αυτό;
                Η Ερμία εσέναν αγαπάει, κι ευχαριστήσου.
ΛΥΣΑΝ: Με την Ερμία; Όχι ποτέ! Το μετανιώνω
                που έχω με δαύτη χάσει ανούσια τον καιρό μου.
                Δεν είν' η Ερμία αγάπη μου, παρά η Ελένη.
                Ποιος κόρακα δε θ' άλλαζε με περιστέρι;
                Του άντρα η θέληση απ' τον νου του κυβερνιέται
                κι ο νους μου λέει εσύ 'σαι ανώτερη σ' αξία.
                [...]
ΕΛΕΝΗ:  Γιατί να γεννηθώ γι αυτήν την κοροϊδία;
                Για τέτοια χλεύη, πότε σου 'δωσα εγώ θάρρος;
                Δε φτάνει, νέε μου, δε μου φτάνει που ποτέ μου,
                ποτέ μου δεν αξιώθηκα ούτε θ' αξιωθώ
                γλυκιά ματιά από τον Δημήτρη, παρά πρέπει
                να περγελάς κι εσύ την αναξιότητά μου;
                Μου κάνεις άδικο, αλήθεια κι απαλήθεια,
                πολύ, πολύ άδικο, να μου ζητάς αγάπη
                μ' αυτόν τον τρόπο τον προσβλητικό. Σ' αφήνω
                κι ομολογώ σε νόμιζα πιο κύριον. Ω,
                ντροπή, επειδή μια κόρη ο ένας δεν την θέλει,
                για τούτο οι άλλοι να την κάνουνε κουρέλι. (Βγαίνει.)
ΛΥΣΑΝ: Δεν είδε την Ερμία. Ερμία, εδώ κοιμήσου
                και μη ζυγώσεις πια τον Λύσανδρο. Γιατί,
                καθώς κατάχρηση απ' τα πιο γλυκά γλυκίσματα
                φέρνει την πιο κακιά αναγούλα στο στομάχι,
                κι όπως αιρετικός, που γύρισε στην πίστη του,
                απ' όλους πιο πολύ μισεί την πλάνη που είχε πέσει,
                έτσι κι εσύ, κατάχρησή μου κι αίρεσή μου,
                απ' όλους να'σαι μισητή, και πιο πολύ από μένα.
                Κι ολόβολα ριχτείτε τώρα δυνατά μου,
                στη λάτρα της Ελένης, τι είναι αυτή η κυρά μου. (Βγαίνει.)
ΕΡΜΙΑ:   (Ξυπνώντας) Ω, Λύσανδρέ μου, πρόφτασε, βοήθεια, βοήθεια!
                Διώξε το φίδι αυτό που μου'ζωσε τα στήθια.
                Αλί μου, τι όνειρο είδα: Λϋσανδρέ μου, δες
                πώς τρέμω από τον φόβο μου. Ένα φίδι τάχα
                έτρωγε την καρδιά μου. Εσύ χαμογελώντας
                καθόσουν και το κοίταζες το απαίσιο θέαμα.
                Λύσανδρε! Πώς; Φευγάτος; Θεέ μου! Λϋσανδρε, ε;
                [...]

Πράξη Γ΄, Σκηνή 2η

ΠΟΥΚ:   Βασιλιά των ξωτικώ
                να κι η Ελένη, φτάνει εδώ.
                Κι από πίσω της με πάθος
                τρέχει ο νιος, που πήρα λάθος.
                Γλέντι που έχει να γενεί!
ΟΜΠΕΡΟΝ: Κρύψου! Μόλις θα μιλήσουν
                τον Δημήτρη θα ξυπνήσουν.
ΠΟΥΚ:    Δυο θε ν' αγαπούνε μια,
                τι αστείο, τι πετυχια!
                Πώς μ' αρέσουν οι δουλειές
                που έχουν τέτοιες μπερδεψιές!
        (Ξαναμπαίνουν ο Λύσανδρος κι η Ελένη)

PUCK:    Captain of our fairy band, 110
                Helena is here at hand;
                And the youth, mistook by me,
                Pleading for a lover's fee.
                Shall we their fond pageant see?
                Lord, what fools these mortals be!
OBERON: Stand aside: the noise they make
                Will cause Demetrius to awake.
PUCK:    Then will two at once woo one;
                That must needs be sport alone;
                And those things do best please me 120
                That befal preposterously.
                   (Enter LYSANDER and HELENA)

                Γιατί θαρρείς πως κοροϊδεύω όταν σου λέω
                πως σ' αγαπώ; Δες, σαν ορκίζομαι, πως κλαίω.
                Δάκρυα δε φέρνει ο χλευασμός, ούτ' η ειρωνεία.
                Της πίστης δάκρυα είναι αυτά. Πώς κοροϊδία
                μπορεί να φαίνεται σε σένα αυτό το πράμα
                αφού της πίστης είναι βούλα αυτό το κλάμα;
ΕΛΕΝΗ: Η πονηριά σου όσο πάει και δυναμώνει.
                Φριχτό η αλήθεια την αλήθεια να σκοτώνει
                Τους ίδιους όρκους έχεις κάνει στην Ερμία;
                Πώς την αρνιέσαι με τη νέα σου φλυαρία;
                Γιατί τον όρκο με τον όρκο όταν ζυγιάζεις,
                δε βρίσκεις άκρη, και τους όρκους που αραδιάζεις
                σε με κι εκείνη, αν μπουν στο ζύγι, αντιζυγιάζουν
                κι είν' αλαφροί το ίδιο, φαφλατάδες μοιάζουν.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Όταν ορκίζομουν σ' αυτή, δεν είχα κρίση.
ΕΛΕΝΗ: Όχι, ούτε τώρα που την έχεις παρατήσει.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Εκείνη θέλει κι ο Δημήτρης, όχι εσένα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: (Ξυπνώντας) Ελένη, θεά, νεράιδα, ουράνια, αιθέρια, τέλεια!
                Με τι μάτια σου, ω καλή, να παρομοιάσω;
                Το κρούσταλλο είναι σκούρο. Ω, πόσο σκανταλίζουν
                για το φιλί τα χείλη σου, ώριμα κεράσια!
                Το πιο καθάριο χιόνι στην κορφή του Ταύρου,
                που κρουσταλλένια ασπράδα παίρνει απ' την πνοή
                του ανατολίτη αγέρα, μαύρη κάργια γίνεται,
                μόλις σηκώσεις συ το χέρι σου. Άσε με, αχ,
                να προσκυνήσω της ασπράδας της βασίλισσα,
                του ολάσπρου αγνού τη θεία σφραγίδα να φιλήσω!
ΕΛΕΝΗ:  Ω κόλαση! Ω ντροπή! Σεις βλέπω συμφωνήσατε
                να διασκεδάσετε μαζί μου: κύριοι αν ήσαστε
                κι είχατε τρόπους, έτσι δε θα με προσβάλλατε.
                Ξέρω το μίσος της καρδιάς σας, δε σας φτάνει
                παρά βαλθήκατε και να με ρεζιλέψετε;
                Αν ήσαστε άντρες, όπως είσαστε στην όψη,
                σε μια κυρία δε θα φερνόσαστε έτσι. Μ' όρκους
                και λόγια αγάπης να παινεύετε τα μέλη μου,
                ενώ απ' τα βάθη της καρδιάς σας με μισείτε!
                Εσείς δυο αντίπαλοι για αγάπη της Ερμίας,
                και πάλι αντίπαλοι στην κοροϊδία για μένα!
                [...]
                          (Ξαναμπαίνει η Ερμία.)
ΕΡΜΙΑ:   Δε σ' ήβρε, Λύσανδρε, το μάτι μου. Τ' αφτί μου
                σε σένα μ' έφερε, γι αυτό το ευχαριστώ.
                Μ' αυτός τι τρόπος ήταν έτσι να μ' αφήσεις;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:Κι έχει όποιος σπρώχνεται απ' τον έρωτα στασιό;
ΕΡΜΙΑ:   Τι έρωτας έσπρωξε τον Λύσανδρο μακριά μου;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Του Λϋσανδρου έρωτας, που δεν τον άφηνε ήσυχο,
                η ωραία Ελένη, που στολίζει πιο πολύ
                τη νύχτα απ' όλα αυτά τ' αστέρια και τις πούλιες.
                Τι τρέχεις πίσω μου; Μ' αυτό δεν το κατάλαβες,
                πως από σένα μίσος μ' έδιωξε για σένα;
ΕΡΜΙΑ:   Δεν τα πιστεύεις όσα λες, δε γίνεται, όχι.
ΕΛΕΝΗ:  Α, είναι και τούτη μες σ' αυτή τη συμπαιγνία!
                Τώρα το βλέπω: συμφωνήσανε κι οι τρεις τους
                για να μου παίξουν αυτό το άνοστο παιγνίδι.
                Κακίστρω Ερμία! Κόρη αχάριστη! Και συ
                συνώμοσες μαζί μ' αυτούς και τα σκεδιάσατε
                για να με μπλέξετε μεσ' στη σαχλή ειρωνεία σας;
                [...]
ΕΡΜΙΑ:   Παραξενεύομαι με τα οργισμένα λόγια σου.
                Σε κοροϊδεύω εγώ, ή εσύ με κοροϊδεύεις;
ΕΛΕΝΗ:  Εσύ δεν έβαλες επίτηδες τον Λύσανδρο
                να τρέχει πίσω μου γι αστεία και να παινεύει
                το πρόσωπό μου και τα μάτια μου; Δεν έκανες
                τον ερωμένο σου τον άλλο, τον Δημήτρη, -
                που τώρα μόλις λίγο με κλωτσοπάτησε -
                να με καλεί θεά, νεράιδα, θεία, πεντάμορφη,
                ουράνια, ασύγκριτη; Πώς τέτοια λέει σ' αυτή
                που τη μισεί; Και πώς ο Λύσανδρος αρνιέται
                τον έρωτά σου, που ήταν πλούτος στην ψυχή του,
                να μου προσφέρει αγάπη εμένα, αν δεν τον έβαλες
                εσύ με την δική σου συγκατάθεση;
                [...]
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Ελένη, στάσου, ευγενικιά ψυχή, άκουσέ με
                ζωή μου, αγάπη μου, ψυχή μου, ωραία Ελένη!
ΕΛΕΝΗ:  Έξοχα!
ΕΡΜΙΑ:   Φίλε μου, έτσι μην την κοροϊδεύεις.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Αν όχι με καλό, θ' ακούσει με στανιό!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Στανιό δικό σου κι αυτηνής ορμήνιες το ίδιο τα 'χω.
                Δεν πιάνουν οι φοβέρες σου, ούτε τα παρακάλια της.
                Σ' το λέω, Ελένη, σ' αγαπώ, μα τη ζωή μου.
                Σ' αυτί σ' ορκίζομαι, που εσένα το θυσιάζω,
                να βγάλω ψεύτη αυτόν που λέει δε σ' αγαπώ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Κι εγώ σου λέω πως σ' αγαπώ απ' αυτόνε πιο πολύ.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Αφού το λες με το σπαθί σου, απόδειξέ το κιόλα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Εμπρός!
ΕΡΜΙΑ:                      Τι είν' όλα τούτα, Λύσανδρέ μου;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Τραβήξου αράπισσα!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:                                    Όχι δα! Για δες τον, τάχα
                πως πολεμάει να της ξεφύγει. Πρώτα κάνεις
                τάχα πως θες ν' ακολουθήσεις, μα δεν έρχεσαι.
                Είσαι δειλός καημένε!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:                         Φεύγα, στα κομμάτια!
                Άσε με γάτα, γκολλιτσίδα, άσε, γιατί
                θα σε τινάξω πέρα, σίχαμα, σα φίδι!
ΕΡΜΙΑ:   Πώς έτσι αγρίεψες, πώς άλλαξες, καλέ μου;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Καλός σου! Πέρα, μαυροτσούκαλο, Άδη, Τάρταρε!
                Φεύγα, αναγούλα, γιατρικό πικρό, μακριά!
ΕΡΜΙΑ:   Δε χωρατεύεις;
ΕΛΕΝΗ:  Πώς; Κι εσύ το ίδιο κάνεις;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Δημήτρη, έχεις το λόγο μου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:                                               Θα προτιμούσα
                να σ' έχω με χαρτί δεμένο, τι όπως βλέπω,
                κι ένας αδύνατος δεσμός σε καταφέρνει.
                Λόγο από σένα δεν πιστεύω.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:                                  Μα τι θέλεις;
                να τη χτυπήσω, να τη δείρω, να τη σφάξω;
                κι αν τη μισώ, κακό δε θέλω να της κάνω.
ΕΡΜΙΑ:   Κι είναι κακό χειρότερο απ' το μίσος σου άλλο;
                Μίσος! Γιατί; Αχ, αλί μου, τι ναι τούτα, αγάπη μου;
                Δεν είμαι γω η Ερμία; Εσύ δεν είσαι ο Λύσανδρος;
                Ωραία και τώρα είναι η μορφή μου όσο και πριν.
                Σαν ήρθε η νύχτα μ' αγαπούσες.
                Νύχτα είν' ακόμα και μ' αφήνεις.





Επιμέλεια ιστοσελίδας: Φιλοθέη Κολίτση