Αθανάσιος Χριστόπουλος
(1772-1847)
“Άμιλλα”
Δύο νέες
εφιλιούνταν
και μαζί
φιλοτιμιούνταν
στα φιλήματα να
φθάσει
μια την άλλην
να περάσει.
Άκουσε, με λέγ'
η μία,
πώς φιλώ με
μελωδία,
Άκουσε, με λέγ'
η άλλη
πώς το φίλημά
μου ψάλλει.
Καλέ, λέω,
φιλενάδες,
τι είν' τούτ' οι
χωρατάδες;
Με το άκουσε θα
μείνω
τα φιλήματα να
κρίνω;
Φέρτ' εδώ να τα
γευθούμεν
κι έτσι τότε να
ιδούμεν
ποίον έχει στην
αράδα
περισσότερη
γλυκάδα.
-----------------------------------------------------
“Σύντροφοι”
Χθες το βράδυ
βυθισμένος
εις τον ύπνον
τον γλυκόν
είδα όλος
τρομαγμένος
ένα όνειρον
κακόν.
Εις βουνόν εγώ
και ο Έρως,
και η αγάπη μου
μαζί,
και ο Καιρός ο
πάντα γέρος
ανεβαίναμεν
πεζοί.
Η αγάπη σταματούσε
εις τον δρόμον
τον σκληρόν,
και ο Έρωτας
περνούσε
βιαστικά με τον
Καιρόν.
«Στάσου», λέγω,
«Έρωτά μου·
τόση βία διατί;
Η καλή συντρόφισσά
μου
η αγάπη δεν
κρατεί».
Τότε βλέπω και
τινάζουν
και οι δυο τους
τα φτερά,
και τον δρόμον
τους αλλάζουν
και πετούν στ'
αριστερά.
Απελπίζομαι,
τρομάζω,
το κατόπι πιλαλώ.
Πού, ω Έρωτα,
φωνάζω,
πού πετάς,
παρακαλώ;
Τότ' ο άστατος
γυρίζει
και με λέγει το
παρόν·
Φίλ', ο Έρως
συνηθίζει
και πετάει με
τον καιρόν.
Από το βιβλίο:
Αθανάσιος Χριστόπουλος (επιμ. Ελ. Τσαντσάνογλου), Λυρικά,
Αθήνα: Εκδόσεις Ερμής, 1970, σσ. 57-58 & 69-70.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου