Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Can Eryumlu, Καλημέρχαμπα Σμύρνη / Kalimerhaba Izmir (2004)


Can Eryumlu 

Kalimerhaba Izmir (2004)


Καλημερχαμπά Σμύρνη 

I.
8 Σεπτεμβρίου του έτους 1922, ημέρα Παρασκευή...

Άρχιζε να βραδιάζει. Σε κάθε γωνιά της πόλης επικρατεί η ίδια φοβερή σύγχυση. Το πλήθος σαστισμένο όλο και μεγαλώνει, βυθίζεται σε μια μεριά, ξεπροβάλλει αλλού, τρέχει σύσσωμο πότε δω και πότε κει δίχως να ξέρει πού πηγαίνει. Τα χάνια, οι αποθήκες, τα υπόστεγα, τα σχολεία, οι εκκλησιές και οι δρόμοι, γεμάτα ανθρώπους. Ο πληθυσμός της Σμύρνης είχε αυξηθεί τρεις και τέσσετις φορές. Δύο και τρεις Σμύρνες πάσχιζαν τώρα να βρουν καταφύγιο μέσα σε ένα μόνο κομμάτι της. Κανένας δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει, φήμες, που δεν είναι ξεκάθαρο από πού ξεφύτρωσαν, εξαπλώνονται από στόμα σε στόμα, και ο φόβος όλο και μεγαλώνει. Η φρίκη στις ψυχές των ανθρώπων, που είναι έτοιμοι να πιστέψουν σε καθετί που ακούνε, αλλάζει συνεχώς διαστάσεις, και τις κατακλύζει.
Ο Παναγιώτης όμως ήξερε. Στάθηκε σε μια γωνιά με κομμένη την ανάσα και ακούμπησε στον τοίχο πίσω του. Ο νέος άντρας, με την κουρελιασμένη και καταματωμένη στρατιωτική στολή, ήξερε τι συνέβη κι ότι όλα τέλειωσαν. Ήταν στρατιώτης στη Μεραρχία της Σμύρνης. Δηλαδή πριν διαλυθεί ο στρατός... γιατί στρατός δεν είχε απομείνει πια. Είχε ηττηθεί. Η αλήθεια ήταν τόσο απλή. Με βρώμικο τρόπο το παιχνίδι είχε χαθεί. Ξωπίσω έρχονταν οι Τούρκοι με άλογα, σπαθιά, λόγχες, πιστόλια, τουφέκια και κανόνια. Μ΄ όλη τους την οργή... Ακόμα και ο Διοικητής του Μετώπου, ο Τρικούπης, είχε πέσει αιχμάλωτος του Κεμάλ. Από εκείνου το μέτωπο ερχόταν. Παρά τρίχα τη γλίτωσε και το έσκασε. Φτάνοντας εδώ έμαθε ότι ο αιχμάλωτος Τρικούπης είχε γίνει αρχιστράτηγος. Αχ! Αυτή ήταν η κατάσταση. (σσ. 11-12)
[..]
Στο σταθμό της Πούντας είδε έναν φαντάρο με πληγωμένο το πόδι να σφαδάζει απελπισμένος. Δεν ήξερε το όνομά του, είχαν όμως ανταμωθεί κάποιες φορές στο μέτωπο. Σηκώνοντάς τον μια στην πλάτη και μια στην αγκαλιά του, τον πήγε πρώτα στον Σαιν Τζων, την εκκλησία των Εγγλέζων, και βλέποντας εκεί μεγάλη κοσμοσυρροή τον μετέφερε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Δεν τον άφησε όμως γιατί ήταν γεμάτη πρόσφυγες που περίμεναν φοβισμένοι. Τον παίρνει ξανά στην πλάτη και τον παραδίδει σε μια νοσοκόμα στο Γαλλικό Νοσοκομείο. Άφησε το φαντάρο, που κλαίγοντας προσπαθούσε να τον ευχαριστήσει, και έφυγε. (σ. 13)
[...]
"Ανοίξτε! Ανοίξτε! Εγώ είμαι. Ο Παναγιώτης."
Λίγο μετά, το παραθυράκι της πόρτας ανοίγει δυο δάχτυλα μόλις, κι ένας άντρας κοιτάζει έξω καχύποπτα. Με το που αναγνωρίζει το παλληκάρι, ανοίγει αμέσως την πόρτα και το τραβάει μέσα. [...] Από το δωμάτιο, που ήταν πίσω από τη σκάλα, ήρθαν τρέχοντας δύο γυναίκες, και έγιναν όλοι μια μεγάλη αγκαλιά. (σσ. 18-19)
[...]
"Και πού να πάμε, γιόκα μου;" Ρώτησε ο άντρας που στεκόταν όρθιος απέναντί του. "Πώς θα πάμε;Πριν από λίγο έξω ήμουν. Η παραλία είναι γεμάτη κόσμο. Φαντάροι... δεκάδες χιλιάδες επαρχιώτες που εγκατέλειψαν τα χωριά τους, τις πόλεις τους... Όλοι θέλουν να φύγουν, αλλά τα ξένα πλοία που βρίσκονται στ' ανοιχτά δεν παίρνουν κανέναν από τη Σμύρνη. Για να μην αδειάσει ο τόπος. Τα ελληνικά πλοία μαζί με τους φαντάρους πήραν και τους υπαλλήλους και έφυγαν. Εκεί ήμουν όταν έφυγε το τελευταίο πλοίο, το "Νάξος῾ Τα καΐκια και οι μαούνες ασφυκτικά γεμάτες κόσμο. Οι καϊκτζήδες παίρνουν αντάλλαγμα χρυσό για να τους μεταφέρουν. Πού; Λένε ότι οι Εγγλέζοι έριξαν στη θάλασσα όσους προσπάθησαν να ανέβουν στα πλοία τους. Οι φαντάροι πάλι, με τα όπλα τους, κατέβαζαν διά της βίας τους πολίτες για να ανέβουν οι ίδιοι. Κανείς δεν άκουγε κανέναν. Όποιος πρόλαβε τον Κύριον οίδε". Ο άντρας, καρφώνοντας το βλέμμα στις δύο γυναίκες, σιώπησε για λίγο. "Ένα σωρό φήμες κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα", συνέχισε μετά, κοιτάζοντας τον Παναγιώτη. "Κάποιοι λένε ότι ο στρατός του Τρικούπη πέρασε στην αντεπίθεση. Άλλοι ότι ο Τρικούπης πέθανε. Κάποιοι άλλοι, ότι ο Πλαστήρας προελαύνει από τον Τσεσμέ στη Σμύρνη και κάποιος φώναξε ότι είχε ήδη φύγει σκαστός για τη Χίο. Λένε μάλιστα ότι η Αθήνα θα στείλει καινούργια πλοία για να πάρει αυτούς που περιμένουν εδώ. Ποιον να πιστέψεις; Σωστό χάος... Είδα τον Χρυσόστομο μπροστά στην Αγία Φωτεινή. Δεν τον είχα δει ποτέ μου τόσο άσχημα. Τότε μόνο κατάλαβα κι εγώ πως η κατάσταση είναι πραγματικά τραγική."
"Ο Στεργιάδης έφυγε με το εγγλέζικο πλοίο "΄Αιρον Ντιουκ", αφού παρέδωσε το κλειδί του βιλαετιού στον Γάλλο πρόξενο", είπε ο Παναγιώτης οργισμένος. "Διέδωσαν ότι η Αθήνα θα έστελνε πλοία. Αλλά και στην Αθήνα μήπως έμεινε τίποτα όρθιο, μπάρμπα; Πριν από τρεις μέρες δεν παραιτήθηκε η κυβέρνηση; Υπάρχει έστω κι ένας που να ξέρει τι πραγματικά γίνεται;"
"΄Οχι, γιόκα μου, όχι, δεν υπάρχει! Αλλά κι έξω κόλαση είναι. Εγώ αυτά ξέρω αυτά λέω", τον διέκοψε απότομα. Κουνούσε το κεφάλι του απογοητευμένος, κοιτώντας πιο πολύ τις γυναίκες.
Λένε πως όσους πιάνουν, τους σφάζουν όλους, ζωντανό δεν αφήνουν πίσω τους. Απ' όπου περνούν γεμίζουν τις κοιλάδες με πτώματα."
"Λένε, λένε, λένε, και τι μ' αυτό; Αν είναι γραμμέο στο κούτελό σου να πεθάνεις, κι εκεί κι εδώ θα πεθάνεις. Γιε μου, από το σπίτι του ανθρώπου δεν υπάρχει ασφαλέστερος τόπος." (σσ. 20-22)
[...]
Ο Παναγιώτης σηκώθηκε, πήγε πλάι της και πιάνοντάς την από τους ώμους προσπάθησε να στρέψει προς τη μεριά του το πρόσωπό της που κοίταζε κάτω.
"Δηλαδή", είπε, κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια, "εσύ τώρα θα με παρατήσεις για χάρη της περιουσίας;"
"Ποιος θα σε παρατήσει εσένα, χαζέ", μουρμούρισε το κορίτσι και μαζεύτηκε δίπλα του. "Κι εσύ εδώ θα μείνεις. Μην ανησυχείς, τίποτα δεν θα μας συμβεί. Όπως ήμασταν παλιά, έτσι θα είμαστε και πάλι". Η Ελένη βλέποντας τον Παναγιὠτη σιωπηλό ζάρωσε κι άλλο πάνω του και του ψιθύρισε στ' αυτί: "Δεν βλέπεις που έχεις γυρίσεις σώος και αβλαβής; Ατό είναι που μετράει. Θα παντρευτούμε. Όλα όσα είναι δικά μου είναι και δικά σου. Πώς θα φύγεις και θα μας αφήσεις; Εμένα, αυτούς, τα πάντα..."
Η μάνα σηκώθηκε και πλησίασε τους δύο νέους.
"Λογικέψου, γιε μου", είπε. "Η φυγή δεν είναι λύση. Εδώ είναι ο τόπος μας, τα χώματά μας, η πατρίδα μας. Τίποτα κακό δε θα μας συμβεί. Θα δεις. Οι Τούρκοι ούτε τρίχα δεν θα μας πειράξουν. Δεν θα τους αφήσουν οι άλλοι να το κάνουν. Τι λες, εσύ, τα πλοία που βρίσκονται στη θάλασσα, έτσι τζάμπα στέκονται εκεί; Οι Τούρκοι ίσως μπήξουν τα δόντια τους στους Έλληνες, αλλά τους άλλους δεν θα τους πειράξουν. Θα καθίσουν να κουβεντιάσουν με μας και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Μάλλον δεν πρέπει τώρα να στενοχωριόμαστε, αλλά να χαιρόμαστε που τέλειωσε ο πόλεμος. Κι εμείς και οι Τούρκοι πρέπει να χαιρόμαστε. Όλα τα βάσανα που τραβήξαμε, αύριο θα έχουν τελειώσει."  (σσ. 26-27)

Επιλογή κειμένων: Φιλοθέη Κολίτση
    


  

Μήλλας Ηρακλής, Τι πρέπει τι δεν πρέπει / Millas, do's and don'ts


Ηρακλής Μήλλας

Τι πρέπει Τι δεν πρέπει
Οδηγός συμπεριφοράς για καλύτερες ελληνοτουρκικές σχέσεις 
(Αθήνα, Εκδ. Παπαζήση, 2002)



Κεφάλαιο 1
Αντιπαλότητες για τα ονόματα
Χαρακτηρισμοί, τοπωνύμια κ.α.

“Οι τοπωνυμίες είναι ένα άλλο περίπλοκο θέμα. Ένα γράμμα που ταχυδρομείται από την Τουρκία προς την Ελλάδα συνήθως δε γίνεται αποδεκτό από τις ελληνικές ταχυδρομικές αρχές και επιστρέφεται με τη σφραγίδα “άγνωστη διεύθυνση” εάν στον φάκελο αναγράφεται ο όρος Yunanistan αντί Greece. Αυτό συμβαίνει ακόμα και αν δηλώνεται με σαφήνεια η πόλη, π.χ. η Αθήνα, και διευκρινίζεται η χώρα επίσης και ως “Hellas” ή “Greece”. Η λογική είναι ότι οι ελληνικές αρχές αντιδρούν (με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας) κατά της άρνησης της τουρκικής πλευράς να αποδεχτεί τη χρήση της λέξης “Κωνσταντινούπολη”.

Τα ελληνικά διαβατήρια δεν περιλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη ως τόπο γέννησης, εφόσον ο όρος θα προκαλέσει προβλήματα στον κάτοχο αυτού του ταξιδιωτκού εγγράφου όταν θα πάει στην Τουρκία. Μπορεί να μη γίνει δεκτός στη χώρα. Η λύση, εφόσον οι ελληνικές αρχές δεν δέχονται να γράψουν τη λέξη Ιστανμπούλ, είναι να αναγράφεται μια περιοχή, μια συνοικία της Πόλης. Ένας Τούρκος δεν παίρνει βίζα για να έρθει στην Ελλάδα εάν στο διαβατήριό του αναγράφεται ως τόπος γέννησης το Gümülcine αντί της ελληνικής ονομασίας Κομοτηνή.” (σ. 35) 

“Είναι όμως σχεδόν αδύνατος ο απόλυτος εξαγνισμός του “άλλου” από τα αμφισβητούμενα ονόματα. Ακόμα και οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών λίγα χρόνια πριν είχαν ονόματα που ανήκαν στον “άλλο”: ο Έλληνας Κ. Καραμανλής (Karaman) και ο Τούρκος Α. Μεντερές (Μαίανδρος). Πολλοί Έλληνες, για ιστορικούς λόγους, έχουν τουρκικό επώνυμο. [...]
Και οι δύο πλευρές με μεγάλο πάθος αλλάζουν όσο μπορούν τις τοπωνυμίες που θυμίζουν τον “άλλο”. Στην Τουρκία το νησί Ίμβρος έχει γίνει Gökçeada και το Τουρκολίμανο του  Πειραιά έχει γίνει Μικρολίμανο. Εκατοντάδες τοπωνυμίες έχουν αλλάξει και η διαδικασία συνεχίζεται. Η ειρωνεία είναι ότι η προσπάθεια είναι αδιέξοδη. Το “Βαλκάνια” είναι τουρκική λέξη και η Ινστανμπούλ προέρχεται, σύμφωνα με μια πειστική ετυμολογία, από τα ελληνικά (στην Πόλη). Ακόμα και η κατάληξη της Τουρκίας (Türkiye) είναι ελληνική (ια). Η κοινή ιστορία είναι ταυτόχρονα ενωτική και διχαστική.” (σ. 37) 

Κεφάλαιο 3 

Μια κοινή ιστορία που διχάζει 

“Οι Έλληνες πολέμησαν κατά των “Τούρκων”για να ιδρύσουν το εθνικό κράτος τους το 1821-1829. Οι Τούρκοι πολέμησαν κατά των Ελλήνων το 1919-1922, ύστερα από εκατό χρόνια, με τον ίδιο στόχο. Αυτή μπορεί να είναι η μόνη περίπτωση στην ιστορία όπου ιδρύθηκαν δύο έθνη-κράτη αφού πολέμησαν το ένα κατά του άλλου, διαδοχικά, και όπου ο “άλλος” εκλαμβάνεται ως “εθνικός εχθρός”. 

Ο “άλλος” τοποθετείται σε αυτό το γενικό πλαίσιο της ιστορικής ερμηνείας και σχετίζεται με ανασφάλεια και φόβο και από τις δύο πλευρές. Για τους Τούρκους οι Έλληνες είναι ένας λαός με ατέρμονα επεκτατική συμπεριφορά. Ξεκίνησαν με ένα ταπεινό εθνικό κρατίδιο το 1829 και μετά επεκτάθηκαν κατά των τουρκικών (οθωμανικών) εδαφών πολλές φορές: το 1881, 1913 1923, 1947. Υπάρχουν και αποτυχημένες απόπειρες: 1897, 1919-1922, 1974. Οι Έλληνες έχουν διαφορετικό πλαίσιο αναφοράς. Οι Τούρκοι ήρθαν από την Ασία ως εισβολείς και κατέκτησαν τα ελληνικά (βυζαντινά) εδάφη. Προκάλεσαν τον αφανισμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και σκλάβωσαν τους Έλληνες οι οποίοι ζούσαν στα εδάφη που σήμερα είναι γνωστά ως Ελλάδα. Οι Τούρκοι, οι οποίοι ζουν σήμερα σε παλαιά ελληνικά εδάφη, ακόμη απειλούν την ακεραιότητα της Ελλάδας. Τελευταία κατέκτησαν μέρος της Κύπρου.” (σ. 62)    
[...]
“Έχοντας τα ανωτέρω κατά νου γίνονται κάπως κατανοητές ορισμένες ιστορικές θέσεις και ορισμένα συναισθήματα. Οι Έλληνες θέλουν να τεκμηριώσουν τα κάτωθι: 
Α) Αποτελούν ένα έθνος το οποίο έζησε “σ' αυτή την περιοχή” εδώ και 3.000-4.000 χρόνια. Χωρίς διακοπή.
Β) Οι αρχαίοι Έλληνες οι Βυζαντινοί, οι Καραμανλήδες, οι Νεοέλληνες κ.α. Αποτελούν ένα σύνολο, το ελληνικό έθνος.
Γ) Οι Έλληνες, οι οποίοι πάντα ίδρυαν μεγάλους πολιτισμούς, αντιμετώπισαν τους “βαρβάρους” Τούρκους, καταστράφηκαν και υποδουλώθηκαν σ' αυτούς. 
Δ) Οι Έλληνες για πολλούς αιώνες υπέφεραν από την τουρκική κατοχή και πολέμησαν σκληρά για να αποκτήσουν την ελευθερία τους. 
Ε) Ακόμα και σήμερα, αυτό το σκοτεινό παρελθόν γίνεται αισθητό, σαν μια απειλή και σαν μια πιθανότητα να επαναληφθεί. Η κατοχή της Κύπρου και οι διωγμοί κατά της ελληνικής μειονότητας της Κων/πολης μνημονεύονται για να τεκμηριωθούν οι κακές προσθέσεις της “άλλης πλευράς”. 
[...]
Η τουρκική πλευρά ανέπτυξε μια σχεδόν αντίστροφη ιστοριογραφία. Το παρελθόν είναι διαφορετικό, όχι μόνο σε σχέση με το ελληνικό αλλά και με εκείνο του δυτικού (χριστιανικού) κόσμου. 
Α) Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Νεοέλληνες είναι τελείως διαφορετικοί λαοί. 
Β) Στη δεκαετία του 1930 αναπτύχθηκε μια ριζοσπαστική θεωρία, η οποία υποστηρίχθηκε επίσημα από το κράτος. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, σχεδόν όλοι οι αρχαίοι λαοί έχουν τουρκική καταγωγή. Κατά συνέπεια και οι αρχαίοι Έλληνες παρουσιάστηκαν ως Τούρκοι. Κατάλοιπα αυτής της θέσης παρατηρούνται ακόμα στην τουρκική ιστοριογραφία. 
Γ) Ο πολιτισμός της Ιωνίας δεν ήταν ελληνικός, αλλά “της Ανατολίας”. 
Δ) Το βυζαντινό κράτος και ο βυζαντινός πολιτισμός δεν ήταν ελληνικά, αλλά της Ανατολικής Ρώμης.  
Ε) (Κάποτε) Οι Οθωμανοί δεν είναι Τούρκοι, αλλά πολίτες μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, και κατά συνέπεια οι σύγχρονοι Τούρκοι δεν φέρουν καμία “ευθύνη” για το παρελθόν της αυτοκρατορίας. 
ΣΤ) (Συνήθως) Οι Οθωμανοί ήταν Τούρκοι και το τουρκικό κράτος ήταν γενναιόδωρο και ανεκτικό απέναντι στα έθνη που ήλεγχε. 
Ζ) Οι Έλληνες έζησαν ευτυχισμένοι κάτω από την οθωμανική διοίκηση, αλλά επαναστάτησαν (λόγω των δυτικών δολοπλοκιών ή λόγω αχαριστίας).
Η) Οι Νεοέλληνες ακολούθησαν επεκτατική πολιτική κατά των τουρκικών εδαφών και καταδίωξαν τους τουρκικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Θ) Οι Έλληνες προσβάλλουν τους Τούρκους προσάπτοντάς τους βαρβαρότητα και μη αναγνωρίζοντάς τους κάποιον πολιτισμό. 
Ι) Οι σημερινές κακές προθέσεις της “άλλης πλευράς” επιδεικνύονται υπενθυμίζοντας τις συμπεριφορές των Ελλήνων κατά της τουρκικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης και της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου, όπως και κατά της Τουρκίας γενικότερα.” (σσ. 63-65)   

Ολόκληρο το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή υπάρχει
ΕΔΩ
στην επίσημη ιστοσελίδα του συγγραφέα:
http://www.herkulmillas.com/

Επιλογή κειμένων: Φιλοθέη Κολίτση