Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ / MYRIVILIS STRATIS, THE SCHOOLMISTRESS WITH THE GOLDEN EYES

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Του Έρωτα... και της Αγάπης...

(Η ανδρική ματιά)



Website counter





ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ, Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ (1933)





Και γύρω σ’ αυτή την τραγική μητέρα, μια χλιά αντάρα από ανάσες λάγνες, από ίδρο και σάλια. Έβαλε με το νου του όλα αυτά τα αρσενικά του Μεγαλοχωριού, τυραγνισμένα μέσα στην τανταλική στέρηση του θηλυκού καρπού. Ένας άδικος θεός φύτεψε μολαταύτα τη φοβερή πείνα του μέσα στα κόκαλά τους σα μια κατάρα. Έπρεπε να παντρευτούν και να φαμιλιώσουν, για να δαγκώσουν τ’ απαγορεμένο μήλο. Εχτός πια αν το κόβανε με την κάμα του φονικού. Στοχάστηκε όλον αυτό τον κόσμο σε μια κυκλική παράταξη γύρω της. Με τα μάτια κόκκινα, ανήσυχα σαν του Ξυνέλλη, με τα χέρια ιδρωμένα, με τη γλώσσα κρεμασμένη σαν του θυμισμένου σκυλιού. Να την πεθυμούν με λύσσα και να μην κοτάνε να το μολογήσουν ούτε στον εαυτό τους, εξόν μέσα στα όνειρα. Να της ρίχνουν βρισιά την πεθυμιά τους. Να την κάνουνε σάλιο και να το τινάζουν καταπάνω της όπως θα τίναζαν την άφρη της πεθυμιάς τους.
Κατάλαβε ξάφνου την όχτρα της ενάντια σ’ αυτό το πλήθος. Δικαίωσε την εκδίκηση που έπαιρνε, ανεμίζοντας κάτ’ από τη μύτη τους την απλησίαστη μορφιά της, την ακαταμάχητη θηλυκάδα της, σαν κόκκινη παντιέρα ερεθισμού. Την είδε να περνά φορτωμένη τα δροσερά φρούτα της μπροστά στα φρυγμένα τους χείλη, που τα στράβωνε ο σπασμός της πείνας κι έκανε στο τόξο τους να τρέμει η σαγίτα του κακού λόγου. Πάνω της έρρεε η θάλασσα κι ο ήλιος, κι αυτή μοσκοβολούσε, μοσκοβολούσε φωτιά, μελαψό σύκο, φουσκωμένο από το μέλι του. (σσ. 206-207)


-------------------------------------------------------------------------------------------------

Τα λόγια της κατέβαιναν από ψηλά μαζί με το γέλιο της το γάργαρο, μαζί με το νερό, που γελούσε και τραγουδούσε. Ο αντίλαλος τάσμιγε σε μια σύμμιχτη βουή, σα να μιλούσε, σα να γελούσε η ίδια η λαγκαδιά.
Την είδε που πιάστηκε από το ίδιο το κλωνάρι της αγριοσυκιάς, κι άρχισε να κατεβαίνει. Από το χέρι της δεν άφηνε το μαντίλι με τα καβούρια, κι αυτή τη δυσκόλευε περισσότερο.
- Σταθείτε κει, θα πέσετε! Φωνάζει ανήσυχος και κινείται να σκαλώσει. Να πάρει το μαντίλι απ’ το χέρι της και να της δώσει το μπαστούνι.
- Μπα! Κάνει αυτή ηρωικά, και βιάζεται να κατεβεί, πριν προφτάσει ο Λεωνής να της δώσει χέρι.
Την ίδια ώρα ξεφεύγει το ένα της πόδι, και σχεδόν χάνει την επαφή της με το βράχο. Όλο της το βάρος κρεμάζει στη συκιά, και δεν εννοεί ν’ αφήσει τα καβούρια από το χέρι της. Προσπαθεί με αγωνία ν’ ακουμπήσει το τακούνι της κάπου. Το φευγάτο πόδι ψάχνει στα τυφλά να βρει ένα πάτημα, και τ’ άλλο, που στηρίζεται ακόμα στο βράχο, τρέμει από το γόνατο.
Ο Λεωνής πετιέται μ’ ένα σάλτο, ανεβαίνει από το πλάι, σκαλώνει το γυριστό μέρος του μπαστουνιού του μέσα σε κάτι δυνατές ρίζες, κρεμιέται σχεδόν απ’ αυτό. Γέρνει και απλώνει το μπράτσο.
Ελάτε! Ακουμπήστε γρήγορα πάνω μου!
Η φωνή του διατάζει τώρα, απότομη, όπως στο στρατό.
Η Σαπφώ αφήνεται στην αγκαλιά του, πιάνεται από το λαιμό του με το χέρι που σφίγγει τα καβούρια, δένεται πάνω του με το μπράτσο της και σιγά-σιγά ξαμολάει το κλαδί της αγριοσυκιάς.

Ο Λεωνής την κρατά σφιχτά με το ζερβί του πάνω στο στήθος, κατεβαίνει πολύ αργά, με προσοχή. Δοκιμάζει πρώτα καλά την κάθε προεξοχή του βράχου, πριν πατήσει απάνω με όλο του το βάρος. Ένα κύμα καυτερό τόνε γλείφει όλον, στα μηλίγγια του βαράνε σφυριές. Όλα είναι πράσινα μπροστά στα μάτια του, ένα ρευστό πράσινο που τρέχει. Ένας καταρράχτης από φύλλα που θροούν και χύνουνται σε βάραθρο.
Ακούει το νερό σα να γουργουρίζει βαθιά μέσα στο καύκαλό του. Νιώθει το ζεστό κορμί της να τόνε τυλίγει σαν κισσός. Μεστό, λυγερό και ντελικάτο. Νιώθει στο πρόσωπο τη γλυκιά ζεστασιά των στερεών κόρφων, που ζουλιούνται πάνω στο μάγουλό του, κι η ευωδιά τους τόνε ζαλίζει. Σα νάχει το πρόσωπό του ολόκληρο χωμένο μέσα σ’ ένα πελώριο τριαντάφυλλο. Ακούει την καρδιά της που χτυπά δυνατά κάτ’ από τη λεπτή μπλουζίτσα, και θαρρεί πως είναι η δική του η καρδιά. Τα αίματά τους ορμούν ενάντια, αντιχτυπιούνται, βροντάνε τον ίδιον άγριο ρυθμό, σα να συγκοινώνησαν ξαφνικά οι αρτηρίες τους. Μια αίσθηση τρομερή, βίαια, ευτυχισμένη, που φτάνει ως τον πόνο.
Σαν πάτησε χάμω δεν την άφησε. Ξαμόλησε μόνο το μπαστούνι να κρέμεται στην αγριόριζα κ’ έσφιξε γύρω στο κορμί της και τ’ άλλο του το μπράτσο. Τήνε κράτησε έτσι σαν ένα παιδί, σαν ένα θησαυρό. Την έσφιξε στην αγκαλιά σαν ένα λάφυρο. Έσκυψε στο πρόσωπό της έξαλλος, έσκυψε πολύ κοντά, πάνω από τα χρυσά μάτια της. Και τα βρήκε να τον κοιτάνε από κάτω, όπως κοιτάνε τα μάτια των αρρώστων μες από το βύθος της θέρμης. Η ματιά του μπήκε μέσα της αρσενική και βάρβαρη. ΄Ηταν η αστραψιά της τρέλας του, κυκλοφόρεσε μονομιάς μέσα της. Πήγε κ’ ήρθε ο σπασμός ως τα ακρότατα των νεύρων της. Ένα γλυκό ρίγος τη συντάραξε σύγκορμη, και σφίχτηκε σπασμωδικά πάνω του με όλη της τη ύπαρξη.
Τότες αυτός γύρισε τα μάτια του ένα γύρω, σαν ένα αγρίμι που γυρεύει καταφύγι για να σπαράξει το θήραμά του. Είδε τις πυκνές τούφες της φτέρης, την πήγε βιαστικά εκεί, την απόθεσε προσεχτικά πάνω στο παχύ στρώμα της πρασινάδας, που τσακίστηκε και μύρισε βαριά κάτ’ απ’ τα γόνατά του, και την έκαμε δική του μ’ έναν τρόπο βίαιο, σχεδόν εχτρικό.
Τα μάτια της βασίλεψαν κάτω από τα βαριά ματόκλαδα, τα δάχτυλα ξαμόλησαν λίγο – λίγο το μαντίλι με τα καβούρια.
Αυτά ξαμολύθηκαν μονομιάς, ξελευτερωμένα, σκορπίστηκαν όλα μαζί μ’ ένα χαρούμενο χαρχάλεμα μέσα στα χόρτα και μέσα στις πέτρες, χυμώντας πίσω κατά το ρέμα του, με τις κουτσουρεμένες τους δαγκάνες όρθιες... (σσ. 354-357)



Επιμέλεια ιστοσελίδας: Φιλοθέη Κολίτση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου